.
.
Τα καϊτέδες τ’ έμορφα

Άλλο ’κι αγαπώ

Άλλο ’κι αγαπώ
fullscreen
Άλλο ’κι αγαπώ,
κανείται ντ’ εγάπεσα!
Ατέναν ντ’ εθέλεσα
να παίρω ’κ’ επόρεσα

Εχωνεύτανε
τα λίβι͜α σον ουρανόν
Το σπαρέλι σ’ που θα λύν’,
θ’ ελέπ’ το ψ̌όπο σ’ τ’ άσπρον

Τα άστρα εφάνθανε,
το κερόπον τελείται
Ατώρα στ’ εγκαλιόπο σ’
ποίος έν’ που θα κείται;

Παλιοτσάρουχ̌ι͜α
εγράστετεν σο δρόμον
Κι οξυπόλ’τος πορπατώ,
ν’ αηλί τηνάν αγαπώ
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ατέναναυτήν
ατώρατώρα
εγάπεσααγάπησα
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εγράστετενφθαρήκατε, λιώσατε γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εθέλεσαθέλησα
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έν’είναι
επόρεσαμπόρεσα
εφάνθανεφάνηκαν, εμφανίστηκαν
εχωνεύτανε(για μέταλλο) έλιωσαν, (για τροφή) χωνεύτηκαν, (για εστία φωτιάς) έσβησαν και δεν βγάζουν φλόγα, απανθρακώθηκαν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κείταικείτεται, ξαπλώνει
κερόπονκεράκι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
λύν’λύνει, λιώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
οξυπόλ’τοςξυπόλητος/η
παίρωπαίρνω
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πορπατώπερπατάω
σπαρέλιμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
τηνάναυτόν/ην που
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ατέναναυτήν
ατώρατώρα
εγάπεσααγάπησα
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εγράστετενφθαρήκατε, λιώσατε γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εθέλεσαθέλησα
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έν’είναι
επόρεσαμπόρεσα
εφάνθανεφάνηκαν, εμφανίστηκαν
εχωνεύτανε(για μέταλλο) έλιωσαν, (για τροφή) χωνεύτηκαν, (για εστία φωτιάς) έσβησαν και δεν βγάζουν φλόγα, απανθρακώθηκαν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κείταικείτεται, ξαπλώνει
κερόπονκεράκι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
λύν’λύνει, λιώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
οξυπόλ’τοςξυπόλητος/η
παίρωπαίρνω
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πορπατώπερπατάω
σπαρέλιμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
τηνάναυτόν/ην που
ψ̌όποψυχούλα
Άλλο ’κι αγαπώ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost