.
.
Lautlehre des Pontischen

Aus Oenoë - Οι τρίοι ξένοι

fullscreen
Σα πρώτα τα ζαμάνι͜α ήσανε τρίοι νοματοί και ήσανε σ’ ένα ξένο χώρα και ’κ’ εξέρινανε την γλώσσαν τ’ εκεινέτερο. Ο ένας μοναχόν εξέρινε να ’λέγινεν «ογώ», ο άλλον «για ένα σακούλι ορβίθι» και ο τρίτον «εμέν ’κι ’ντρανάς;».

Αφότ’ επάγινανε, ηύρανε ένα σκοτωμένο και έφεραν ’τονα σο κονάκι. Σαν έφεραν ατον εκεί, ο γατήν ερώτησεν ατουνούς «τέμ εσκότωσεν ατόνα;». Ο πρώτον είπεν το εξέρινε, «ογώ»· ο γατήν ερώτησεν ατόνα «γιατί;». Ο άλλον πάλ’ είπε, «για ένα σακούλι ορβίθι». Εθύμωσεν ετότες ο γατήν και είπε να κρεμάνουν ατουνούς.

Σαν ήκουσεν ατο ο τρίτον, έφυγεν και εκρύφτεν σ’ έναν δενδρόν επίσου. Αφότι παίρουνε και πάνε τ’ άλλους για να κρεμάνουν ατουνούς, ο τρίτον, τέμ ήτονε επίσου σο δενδρό, είπεν απέσ’ σο νουν ατου «ας λέγω κι ογώ το λόγο μου και πέλκετ σών’ ατουνούς» και ευτύς εχούλιξεν «εμέν ’κι ’ντρανάς;». Εγέλασανε όλοι και είπανε «εσέναν πάλι ’ντρανούμε· έλα κι εσύ» και ευτύς επήραν εκρέμασαν κι εκείνονα.
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
ατόνααυτόν
ατουνούςαυτούς
γατήνμουσουλμάνο δικαστή που δικάζει με βάση τον ισλαμικό νόμο kadı/ḳāḍį
εθύμωσενθύμωσε
εκεινέτεροεκεινών
εκείνοναεκείνον
εκρύφτενκρύφτηκε
εξέρινανεήξεραν
εξέρινεήξερε
επάγινανεπήγαν
επίσουπίσω
ετότεςτότε
εχούλιξενφώναξε δυνατά, ξελαρυγγιάστηκε, κάλεσε, προσκάλεσε
ζαμάνι͜αχρόνια zaman/zamān
ήκουσενάκουσε
ήσανεήταν
ήτονεήταν
ηύρανεβρήκαν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρεμάνουνκρεμάνε
’λέγινενλέει
νοματοίάνθρωποι, άτομα ὀνόματοι
’ντρανάςκοιτάς, βλέπεις
’ντρανούμεκοιτάμε, βλέπουμε
ορβίθιρεβίθι ρεβίθι/ροβίθι<ἐρέβινθος
παίρουνεπαίρνουν
πάλ’πάλι, ξανά
πέλκετίσως να, πιθανόν να, μπας και (με την ελπίδα να συμβεί) belki de
τέμπου, ο οποίος
’τονααυτόν
τρίοιτρεις
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
ατόνααυτόν
ατουνούςαυτούς
γατήνμουσουλμάνο δικαστή που δικάζει με βάση τον ισλαμικό νόμο kadı/ḳāḍį
εθύμωσενθύμωσε
εκεινέτεροεκεινών
εκείνοναεκείνον
εκρύφτενκρύφτηκε
εξέρινανεήξεραν
εξέρινεήξερε
επάγινανεπήγαν
επίσουπίσω
ετότεςτότε
εχούλιξενφώναξε δυνατά, ξελαρυγγιάστηκε, κάλεσε, προσκάλεσε
ζαμάνι͜αχρόνια zaman/zamān
ήκουσενάκουσε
ήσανεήταν
ήτονεήταν
ηύρανεβρήκαν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρεμάνουνκρεμάνε
’λέγινενλέει
νοματοίάνθρωποι, άτομα ὀνόματοι
’ντρανάςκοιτάς, βλέπεις
’ντρανούμεκοιτάμε, βλέπουμε
ορβίθιρεβίθι ρεβίθι/ροβίθι<ἐρέβινθος
παίρουνεπαίρνουν
πάλ’πάλι, ξανά
πέλκετίσως να, πιθανόν να, μπας και (με την ελπίδα να συμβεί) belki de
τέμπου, ο οποίος
’τονααυτόν
τρίοιτρεις
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost