.
.
Δόξα τω Θεώ

Η ρομάνα, η ρομάνα

Η ρομάνα, η ρομάνα
fullscreen
Η ρομάνα, η ρομάνα
κλώσ̌κεται ας σον παρχάρ’
Κρατεί ’θόγαλαν ση βέτρι͜αν
και σ’ ωμίν σ̌ελέκ’ χορτάρ’

’Κι φοάται τα βρεχ̌ία,
’κι φοάται το χαλάζ’
Σα ορμάνια μαναχέσσα
κόφτ’ τα ξύλα, δεματι͜άζ’

Η ρομάνα τα χορτάρι͜α
κλώθ’ α̤τα τ’ αφκά απάν’
Κρούει ο ήλεν σο κορμίν ατ’ς,
σην εβόρα αφκά πίν’ τάν’

Η κόρη παρχαρομάνα,
νέγκασμαν ’κι λογαρι͜άζ’
Όντες κλώσ̌κεται σ’ οσπίτ’ν ατ’ς
όλια τα παιδία τ’ς φάζ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατ’ςαυτής, της
αφκάκάτω
βέτρι͜ανκουβάς ведро<πρωτοσλαβ. vědro
βρεχ̌ίαβροχές
δεματι͜άζ’δεματιάζει, κάνει δεμάτια
εβόρασκιά, δροσερό μέρος
ήλενήλιος/ήλιο
’θόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώθ’κλώθω/ει, γυρνώ/άει
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κόφτ’κόβει
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
κρούειχτυπάει κρούω
μαναχέσσαμονάχη
νέγκασμανκούραση
όλιαόλα
όντεςόταν
ορμάνιαδάση orman
οσπίτ’νσπίτι hospitium<hospes
παιδίαπαιδιά
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρομάναγυναίκα που ήταν επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
πίν’πίνω/ει
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
τάν’το υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
φάζ’ταΐζω/ει
φοάταιφοβάται
χαλάζ’χαλάζι
χορτάρ’χορτάρι
ωμίνώμος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατ’ςαυτής, της
αφκάκάτω
βέτρι͜ανκουβάς ведро<πρωτοσλαβ. vědro
βρεχ̌ίαβροχές
δεματι͜άζ’δεματιάζει, κάνει δεμάτια
εβόρασκιά, δροσερό μέρος
ήλενήλιος/ήλιο
’θόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώθ’κλώθω/ει, γυρνώ/άει
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κόφτ’κόβει
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
κρούειχτυπάει κρούω
μαναχέσσαμονάχη
νέγκασμανκούραση
όλιαόλα
όντεςόταν
ορμάνιαδάση orman
οσπίτ’νσπίτι hospitium<hospes
παιδίαπαιδιά
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρομάναγυναίκα που ήταν επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
πίν’πίνω/ει
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
τάν’το υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
φάζ’ταΐζω/ει
φοάταιφοβάται
χαλάζ’χαλάζι
χορτάρ’χορτάρι
ωμίνώμος
Η ρομάνα, η ρομάνα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost