.
.
Από γενεά σε γενεά

Τα κερασόπα, το τσ̌ιμέν’

Τα κερασόπα, το τσ̌ιμέν’
fullscreen
Τα κερασόπα, το τσ̌ιμέν’, [πουλί μου]
τ’ απ’ αδά μέρ’ τ’ ορμόπον
Έφαες το καρδόπο μου, [πουλί μου]
έπες κρύον νερόπον [νέι]
♫
Έφαες το καρδόπο μου
Έπες κρύον νερόπον

♫

Αλάι μαλάι εσείουτον [πουλί μου]
ντο ’στέκ’νες το δεντρόπον [νέι]
Εσύ πασ̌κεί ντου ’κ’ έξερες [πουλί μου]
κι ας σ’ εμόν το τερτόπον; [νέι]
♫
Εσύ πασ̌κεί ντου ’κ’ έξερες
κι ας σ’ εμόν το τερτόπον;

♫

Τσ̌ιμένια πολλά έμορφα, [γιαβρί μου]
χορτάρι͜α καρενίτας [νέι]
Τ’ αρνί μ’ εκατηγόρ’νε με [πουλί μ’, νέι]
και σοι ξενοχωρίτας [νέι]
♫
Τ’ αρνί μ’ εκατηγόρ’νε με
και σοι ξενοχωρίτας

Κοιμέθ’, πουλί μ’, κοιμέθ’ αρνί μ’,
έπαρ’ τσ’ αυγής τον ύπνον [γιαρ]
Τράνυνον και θα παίρω σε, [πουλί μ’, νέι]
είσαι ακόμα μικρίκον [νέι]
♫
Τράνυνον και θα παίρω σε,
είσαι ακόμα μικρίκον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αλάι μαλάιόλo/α μαζί, εξολοκλήρου alay malay
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
δεντρόπονδεντράκι
εκατηγόρ’νεκατηγορούσε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφαόμορφα
έξερεςήξερες
έπαρ’(προστ.) πάρε
έπεςήπιες
εσείουτονσειόταν, κουνιόταν πέρα δώθε δυνατά
έφαεςέφαγες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
καρενίταςχόρτα όμοια με πράσα
κερασόπακερασάκια
κοιμέθ’(προστ.) κοιμήσου
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μικρίκονμικρούλης/α/ικο
νερόποννεράκι
ντουότι, που, αυτό/ά που
ορμόπονμικρό ρυάκι/μικρή ρεματιά
παίρωπαίρνω
πασ̌κείμπας και είναι, μήπως είναι πᾶς καί ἔνι
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σοιστους/στις, τους/τις
’στέκ’νες(εστέκ’νες) έστεκες
τερτόπον(υποκορ.) καημός, βάσανο, στενοχώρια dert
τράνυνον(προστ.) (αμεταβ.) μεγάλωσε, (μεταβ.) ανέθρεψε τρανόω-ῶ
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσ̌ιμέν’γρασίδι, χλοερή έκταση çimen
τσ̌ιμένιαγρασίδια, χλοερές εκτάσεις çimen
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αλάι μαλάιόλo/α μαζί, εξολοκλήρου alay malay
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
δεντρόπονδεντράκι
εκατηγόρ’νεκατηγορούσε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφαόμορφα
έξερεςήξερες
έπαρ’(προστ.) πάρε
έπεςήπιες
εσείουτονσειόταν, κουνιόταν πέρα δώθε δυνατά
έφαεςέφαγες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
καρενίταςχόρτα όμοια με πράσα
κερασόπακερασάκια
κοιμέθ’(προστ.) κοιμήσου
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μικρίκονμικρούλης/α/ικο
νερόποννεράκι
ντουότι, που, αυτό/ά που
ορμόπονμικρό ρυάκι/μικρή ρεματιά
παίρωπαίρνω
πασ̌κείμπας και είναι, μήπως είναι πᾶς καί ἔνι
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σοιστους/στις, τους/τις
’στέκ’νες(εστέκ’νες) έστεκες
τερτόπον(υποκορ.) καημός, βάσανο, στενοχώρια dert
τράνυνον(προστ.) (αμεταβ.) μεγάλωσε, (μεταβ.) ανέθρεψε τρανόω-ῶ
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσ̌ιμέν’γρασίδι, χλοερή έκταση çimen
τσ̌ιμένιαγρασίδια, χλοερές εκτάσεις çimen
Τα κερασόπα, το τσ̌ιμέν’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost