.
.
Με τοι φίλτς ι-μ’ εντάμαν

Απάν’ σο ηλοξάψιμον

Απάν’ σο ηλοξάψιμον
fullscreen
Σου παρχαρί’ τα τσ̌ιμένια
τ’ αρνί μ’ σύρ’ μαναχ̌ίαν
Γουρπάν’ -τ- σας¹, παρχαρόδεντρα,
ποίστε͜ ατο συντροφίαν

Να μη αγρεύ’νε πέτε͜ ατα
και μη φυσούν αψέα
να μη ριγά τ’ αρνόπο μου
και αρρωσταίν’ βαρέα

Απάν’ σο ηλιοξάψιμον
ποίστεν παχ̌ύν εβόραν
να κείται σο σερίν εσουν
και να δεβάζ’ την ώραν

Να μη αγρεύ’νε πέτε͜ ατα
και μη φυσούν αψέα
να μη ριγά τ’ αρνόπο μου
και αρρωσταίν’ βαρέα

Φύλλα μη χαρχαρίζετεν
αφήστε͜ ατο ας κοιμάται
Πέκιαμ’ ας σα ποδάρι͜α ’θε
η νεγκασία χάται

Να μη αγρεύ’νε πέτε͜ ατα
και μη φυσούν αψέα
να μη ριγά τ’ αρνόπο μου
και αρρωσταίν’ βαρέα

Για γνεφίστεν σον ουρανόν
τα λίβι͜α και τ’ αγέρι͜α
και στείλτε͜ ατα να φέρ’νε με
ας σ’ αρνί μ’ τα χαπέρι͜α

Να μη αγρεύ’νε πέτε͜ ατα
και μη φυσούν αψέα
να μη ριγά τ’ αρνόπο μου
και αρρωσταίν’ βαρέα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγρεύ’νεαγριεύουν
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατααυτά
αψέαμε αψύ τρόπο, έντονα, δριμεία
βαρέαβαριά, συχνά, πολύ
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δεβάζ’διαβάζει, περνάει, πηγαίνει κπ/κτ κάπου
εβόρανσκιά
εσουνσας
’θετου/της
κείταικείτεται, ξαπλώνει
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
μαναχ̌ίανμοναξιά
νεγκασίακούραση
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πέκιαμ’ίσως να, πιθανόν να, μπας και (με την ελπίδα να συμβεί) belki (αραβ. bel+ περσ. ki)
πέτε(προστ.) πείτε
ποδάρι͜απόδια
ποίστε(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω, ποιῶ
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
ριγάκρυώνει, τρέμει από το κρύο
σερίνδροσιά serin/serigün
συντροφίανσυντροφιά, παρέα
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τσ̌ιμένιαγρασίδια, χλοερές εκτάσεις çimen
φέρ’νεφέρνουν
χαπέρι͜αειδήσεις, νέα haber/ḫaber
χάταιχάνεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγρεύ’νεαγριεύουν
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατααυτά
αψέαμε αψύ τρόπο, έντονα, δριμεία
βαρέαβαριά, συχνά, πολύ
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δεβάζ’διαβάζει, περνάει, πηγαίνει κπ/κτ κάπου
εβόρανσκιά
εσουνσας
’θετου/της
κείταικείτεται, ξαπλώνει
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
μαναχ̌ίανμοναξιά
νεγκασίακούραση
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πέκιαμ’ίσως να, πιθανόν να, μπας και (με την ελπίδα να συμβεί) belki (αραβ. bel+ περσ. ki)
πέτε(προστ.) πείτε
ποδάρι͜απόδια
ποίστε(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω, ποιῶ
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
ριγάκρυώνει, τρέμει από το κρύο
σερίνδροσιά serin/serigün
συντροφίανσυντροφιά, παρέα
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τσ̌ιμένιαγρασίδια, χλοερές εκτάσεις çimen
φέρ’νεφέρνουν
χαπέρι͜αειδήσεις, νέα haber/ḫaber
χάταιχάνεται
Απάν’ σο ηλοξάψιμον
Σημειώσεις
¹ Αδόκιμος τύπος αντί του ορθού στην ποντιακή «γουρπάν’ εσουν»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost