.
.
Μιθριδάτης του Λαυρίου

Μιθριδάτης του Λαυρίου

Στιχουργοί
Συνθέτες
Μιθριδάτης του Λαυρίου
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Σο Λαύριον σο Σύλλογον
είναι οι Μιθριδάτες
Τ’ Αλέξανδρου είναι απόγονοι
και νέοι Σπαρτιάτες

Μιθριδάτες είν’ του Πόντου
με καρδίαν και με ψ̌ην
Όντες χορεύ’νε οι γιοσμάδες
σείεται όλεν η γη
Μιθριδάτης του Λαυρίου
με καρδίαν και με ψ̌ην
Όντες χορεύ’νε οι γιοσμάδες
Τικ σο γόνατον και Σέρα
σείεται όλεν η γη

Πετούν του Πόντου οι αετοί
απάν’ ας σα παρχάρι͜α
Κι έρχουν θωρούν σο Λαύριον
Ρωμαίικα παλληκάρι͜α

Μιθριδάτες είν’ του Πόντου
με καρδίαν και με ψ̌ην
Όντες χορεύ’νε οι γιοσμάδες
σείεται όλεν η γη
Μιθριδάτης του Λαυρίου
με καρδίαν και με ψ̌ην
Όντες χορεύ’νε οι γιοσμάδες
Τικ σο γόνατον και Σέρα
σείεται όλεν η γη

Κορτσόπα άμον την Αθηνάν
και την Ωραία Ελένην
Ήντσαν ελέπ’ α̤τα ζαντύν’
σ̌ασ̌εύ’ και απομένει

Μιθριδάτισσες του Πόντου
τα κατσία τουν γελούν
Όντες χορεύ’νε τα κορτσόπα
ση γην απάν’ ’κι πατούν
Μιθριδάτισσες του Πόντου
τα κατσία τουν γελούν
Όντες χορεύ’νε τα κορτσόπα
λιγούνταν τα παλληκάρι͜α
ας σα χ̌έρι͜α να κρατούν

Από μωρά σο Σύλλογον
μαθάν’νε ιστορίαν
Ντο έσυραν οι πρόγονοι
με τη γενοκτονίαν

Μιθριδάτες είν’ του Πόντου
με καρδίαν και με ψ̌ην
Όντες χορεύ’νε οι γιοσμάδες
σείεται όλεν η γη
Μιθριδάτης του Λαυρίου
με καρδίαν και με ψ̌ην
Όντες χορεύ’νε οι γιοσμάδες
Τικ σο γόνατον και Σέρα
σείεται όλεν η γη

Μιθριδάτες είν’ του Πόντου
με καρδίαν και με ψ̌ην
Όντες χορεύ’νε οι γιοσμάδες
σείεται όλεν η γη
Μιθριδάτης του Λαυρίου
με καρδίαν και με ψ̌ην
Όντες χορεύ’νε οι γιοσμάδες
Τικ σο γόνατον και Σέρα
σείεται όλεν η γη
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
γιοσμάδεςκομψοί, λεβέντες νέοι yosma
είν’(για πληθ.) είναι
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έρχουνέρχονται
έσυρανέσυραν, τράβηξαν, έριξαν
ζαντύν’τρελαίνει σάννας
ήντσανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
κατσίαπρόσωπο, μέτωπο
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
κρατούνκρατάνε στο χέρι, βαστάνε, αντέχουν, συγκρατούν, διαρκούν
λιγούντανεπιθυμούν κτ σφοδρά, χάνουν τις αισθήσεις τους, λιποθυμούν
μαθάν’νεμαθαίνουν
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
όντεςόταν
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ρωμαίικα(τουρκ. Rumca) η γλώσσα των Ρωμιών, η ποντιακή γλώσσα, αυτά που είναι των Ρωμιών γενικά
τουντους
χορεύ’νεχορεύουν
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
γιοσμάδεςκομψοί, λεβέντες νέοι yosma
είν’(για πληθ.) είναι
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έρχουνέρχονται
έσυρανέσυραν, τράβηξαν, έριξαν
ζαντύν’τρελαίνει σάννας
ήντσανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
κατσίαπρόσωπο, μέτωπο
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
κρατούνκρατάνε στο χέρι, βαστάνε, αντέχουν, συγκρατούν, διαρκούν
λιγούντανεπιθυμούν κτ σφοδρά, χάνουν τις αισθήσεις τους, λιποθυμούν
μαθάν’νεμαθαίνουν
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
όντεςόταν
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ρωμαίικα(τουρκ. Rumca) η γλώσσα των Ρωμιών, η ποντιακή γλώσσα, αυτά που είναι των Ρωμιών γενικά
τουντους
χορεύ’νεχορεύουν
ψ̌ηνψυχή
Μιθριδάτης του Λαυρίου

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr