.
.
Ο καρίπ’ς

Ο καρίπ’ς

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ο καρίπ’ς
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ακεί πέραν που κάθεται
και το ρακίν κομπούται
Πασ̌τάν καρδόπον άκλερον
καμίαν ’κι λαρούται

Εγάπ’ εσέν επόνεσεν
και τέρτι͜α επλερώθεν
Τ’ ομούτ’ εχάσεν ο καρίπ’ς
’ς σα δάκρυ͜α εμερώθεν

Εγκάλι͜α που έν’ εύκαιρον
πέει με πώς θα χουλείται;
Για πέει με πώς να χ̌αίρεται,
το βράδον πώς να κείται;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακείεκεί
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
βράδονβράδυ
εγάπ’αγάπη
εγκάλι͜ααγκαλιά
έν’είναι
επλερώθενπληρώθηκε, εκπληρώθηκε
επόνεσενπόνεσε
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
εχάσενέχασε, έδιωξε, πέταξε
καμίανποτέ
καρδόπονκαρδούλα
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κομπούταιξεγελιέται, εξαπατάται, μτφ. σαγηνεύεται κομβόω
λαρούταιγιατρεύεται, θεραπεύεται
ομούτ’ελπίδα umut
πασ̌τάνολωσδιόλου, εντελώς baştan
πέει(προστ.) πες
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
’ς(ας) από
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
χουλείταιζεσταίνεται, θερμαίνεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακείεκεί
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
βράδονβράδυ
εγάπ’αγάπη
εγκάλι͜ααγκαλιά
έν’είναι
επλερώθενπληρώθηκε, εκπληρώθηκε
επόνεσενπόνεσε
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
εχάσενέχασε, έδιωξε, πέταξε
καμίανποτέ
καρδόπονκαρδούλα
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κομπούταιξεγελιέται, εξαπατάται, μτφ. σαγηνεύεται κομβόω
λαρούταιγιατρεύεται, θεραπεύεται
ομούτ’ελπίδα umut
πασ̌τάνολωσδιόλου, εντελώς baştan
πέει(προστ.) πες
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
’ς(ας) από
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
χουλείταιζεσταίνεται, θερμαίνεται
Ο καρίπ’ς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr