.
.
Φωταχτέριν

Φωταχτέριν

Στιχουργοί
Συνθέτες
Φωταχτέριν
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τερέστε͜ ατεν την έμορφον,
του ήλ’ το φωταγμένον¹
Ελέπ’ ατο και λύουμαι,
παιδίν σ̌ασ̌ιρεμένον

Τ’ εμόν το φωταχτέριν,
το μέλι μ’, το σ̌εκέρι μ’
Κρατώ σε, παρχαρί’ τσ̌ιτσ̌άκ’,
και σκουντουλίζ’ το χ̌έρι μ’

Τ’ ορμάνι͜α επαρλάεψαν
χ̌ειμωγκονί’ τσ̌ιτσ̌άκια
Ραχ̌ί’ χ̌ι͜ονόπα λύουνταν
αρ’ απ’ εσά τ’ ομμάτι͜α

Τ’ εμόν το φωταχτέριν,
το μέλι μ’, το σ̌εκέρι μ’
Κρατώ σε, παρχαρί’ τσ̌ιτσ̌άκ’,
και σκουντουλίζ’ το χ̌έρι μ’

Γουρπάν’ εγώ να ’ίνουμαι
και σο αρλίν² το ψ̌όπο σ’
Απέσ’ και σο καρδόπο μου
πάντα θα έ͜εις³ τον τόπο σ’

Τ’ εμόν το φωταχτέριν,
το μέλι μ’, το σ̌εκέρι μ’
Κρατώ σε, παρχαρί’ τσ̌ιτσ̌άκ’,
και σκουντουλίζ’ το χ̌έρι μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρλίναυτό που το πιάνει εύκολα το παράπονο arlı=ντροπαλός, σεμνός
ατεναυτήν
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
έ͜ειςέχεις
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
επαρλάεψανέλαμψαν, λαμποκόπησαν parlamak
εσάδικά σου/σας
ήλ’ήλιου
’ίνουμαιγίνομαι
καρδόποκαρδούλα
λύουμαιλιώνω
λύουντανλιώνουν
ομμάτι͜αμάτια
ορμάνι͜αδάση orman
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
ραχ̌ί’ράχης, βουνού
σ̌ασ̌ιρεμένονσαστισμένο, που τα έχει χαμένα şaşırmak
σ̌εκέριζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σκουντουλίζ’ευωδιάζει, μοσχοβολάει
τερέστε(προστ.) κοιτάξτε
τσ̌ιτσ̌άκ’λουλούδι çiçek
τσ̌ιτσ̌άκιαλουλούδια çiçek
φωταγμένονφωτισμένο, λαμπερό
φωταχτέριναπαστράπτον, λαμπερό, μτφ. όμορφο
χ̌ειμωγκονί’(γεν.) χειμώνα
χ̌ι͜ονόπαχιονάκια
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρλίναυτό που το πιάνει εύκολα το παράπονο arlı=ντροπαλός, σεμνός
ατεναυτήν
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
έ͜ειςέχεις
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
επαρλάεψανέλαμψαν, λαμποκόπησαν parlamak
εσάδικά σου/σας
ήλ’ήλιου
’ίνουμαιγίνομαι
καρδόποκαρδούλα
λύουμαιλιώνω
λύουντανλιώνουν
ομμάτι͜αμάτια
ορμάνι͜αδάση orman
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
ραχ̌ί’ράχης, βουνού
σ̌ασ̌ιρεμένονσαστισμένο, που τα έχει χαμένα şaşırmak
σ̌εκέριζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σκουντουλίζ’ευωδιάζει, μοσχοβολάει
τερέστε(προστ.) κοιτάξτε
τσ̌ιτσ̌άκ’λουλούδι çiçek
τσ̌ιτσ̌άκιαλουλούδια çiçek
φωταγμένονφωτισμένο, λαμπερό
φωταχτέριναπαστράπτον, λαμπερό, μτφ. όμορφο
χ̌ειμωγκονί’(γεν.) χειμώνα
χ̌ι͜ονόπαχιονάκια
ψ̌όποψυχούλα
Φωταχτέριν
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται να τραγουδάει -πιθ. εκ παραδρομής- «φωτασμένον».
² Ακούγεται να τραγουδάει τον αδόκιμο τύπο «αρλινέν» που δεν απαντάται στην ποντιακή.
³ Ακούγεται να τραγουδάει -πιθ. εκ παραδρομής- «έ͜εις̌» (με παχύ σίγμα).

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr