.
.
Λαογραφικά των Κοτυώρων | Από τη ζωή του Πόντου

Η εφτωχ̌εία κι η γιαγκού

fullscreen
Σα δεκατρία τη Σταυρίτα, σα 1913 τη χρονίας, επήρεν άψιμον το παζάρ’ τη Τσ̌άμπασ̌ης. Εφύσανεν δυνατόν αέραν και πολλά μαγαζί επήραν άψιγον κι εκάγουνταν. Όλ’ έτρεχαν κι εκουβάλ’ναν τα πράματα ας σα μαγαζία και ας σ’ οσπίτα̤ τουν σ’ ανοιχτοσέας κέσ’, για να μη κάγουνταν. Πέντε έξ’ νοματοί, φορτωμέν’ επήραν κι επήγαν τα πράματά τουν σην Πεδιάδαν και είστα̤ εκλώσκουνταν ξαν να πάνε φέρ’νε κι άλλα, ελέπ’νε τον Λαζουδάν τον Χάμπον ξαπλωμένον σ’ έναν τρανόν λιθάρ’, σην ρίζαν αθε, ευτάει σεΐρ’ την γιαγκούν. 
-Νέπε, άνευλογετε, είπαν ατον, όλ’ κουβαλούνε και τρέχ’νε απάν’ αφκά κι εσύ αγίκον ώραν κάθεσαι κι ευτάς σεΐρ’!
-Αφτέστε με ήσυχον, είπεν ατ’ς ο Χάμπον, εγώ ατόσα χρόνα̤ την εφτωχ̌εία μ’ για τ’ αβούτο την ημέραν εφυλάτ’ν’ ατο.
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αβούτοαυτό
αγίκοντέτοιο/α
αθετου/της
απάν’πάνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατ’ςαυτής, της
αφκάκάτω
άψιμονφωτιά
γιαγκούνφωτιά yangın
εκουβάλ’νανκουβαλούσαν
ελέπ’νεβλέπουνε
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
εφτωχ̌είαφτώχεια
εφύσανενφυσούσε
κάγουντανκαίγονται
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
λιθάρ’λιθάρι, πέτρα
νέπεβρε!
νοματοίάνθρωποι, άτομα ὀνόματοι
ξανπάλι, ξανά
όλ’όλοι/α
οσπίτα̤σπίτια hospitium<hospes
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεΐρ’θέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
ΣταυρίταΣεπτέμβρη
τουντους
τρέχ’νετρέχουν
φέρ’νεφέρνουν
φορτωμέν’φορτωμένοι
χρόνα̤χρόνια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αβούτοαυτό
αγίκοντέτοιο/α
αθετου/της
απάν’πάνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατ’ςαυτής, της
αφκάκάτω
άψιμονφωτιά
γιαγκούνφωτιά yangın
εκουβάλ’νανκουβαλούσαν
ελέπ’νεβλέπουνε
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
εφτωχ̌είαφτώχεια
εφύσανενφυσούσε
κάγουντανκαίγονται
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
λιθάρ’λιθάρι, πέτρα
νέπεβρε!
νοματοίάνθρωποι, άτομα ὀνόματοι
ξανπάλι, ξανά
όλ’όλοι/α
οσπίτα̤σπίτια hospitium<hospes
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεΐρ’θέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
ΣταυρίταΣεπτέμβρη
τουντους
τρέχ’νετρέχουν
φέρ’νεφέρνουν
φορτωμέν’φορτωμένοι
χρόνα̤χρόνια

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr