.
.
fullscreen
Δύο χαλαϊτσ̌ήδες επήγαν σ’ έναν τούρκικον χωρίον να χαλαγιών’νε.

Επίασαν δουλείαν σ’ έναν οσπίτ’. Εκεί πολλά χαλκωματένα̤ σ̌κεύα̤ αχαλαγίωτα είχεν. Για τ’ ατό και μόνον άντζ̌α σα δύο ημέρας επόρεσαν κι ετελείωσαν ατα. Η νοικοκυρά πρωί, μεσημέρ’, βράδον μανάχον σ̌ουρβάν και ψωμίν εφάζ’νεν ατ’ς. Εμαύρυναν τ’ ομμάτα̤ τη χεριφα̤ντίων, κι αλλομίαν ας τ’ ετέλωσαν την δουλείαν ατουν, ο είνας κρυφά-κρυφά επίασεν έναν ταβλούσαν κοσσάραν, εζούλτσεν την γούλαν ατ’ς κι εφόσιξεν ατην αγλήγορα-αγλήγορα σην τορπάν ατ’. Αρ’ ετοιμάσταν να φεύ’νε και λέει την νοικοκυράν εκείνος π’ είχ̌εν την κοσσάραν σην τορπάν ατ’.
-Κόγκσ̌ου, αλλαχά ισμαρλατούκ¹!
-Αχσ̌αμτάμ τσ̌ορπά, ζαπαχτάν τσ̌ορπά, η κοσσάρα σην τορπάν, χαλάλ έτ, κογκσ̌ού²!
-Κιουλέμ, κιουλέ, ογλούμ, χαλάλ ολσούν³! είπεν κι η Τούρκ’σα.
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγλήγοραγρήγορα
αλλομίανάλλη μια φορά
άντζ̌αμόλις που, μετά βίας, τότε μόνο ancak
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
ατουντους
ατ’ςαυτής, της
βράδονβράδυ
γούλανλαιμό gula
δουλείανδουλειά
εζούλτσενέστριψε
είναςένας/μία
εμαύρυνανμαύρισαν
επίασενπιάστηκε
επόρεσανμπόρεσαν
κοσσάρακότα
κοσσάρανκότα
μανάχον(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ομμάτα̤μάτια
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ̌ουρβάνσούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι çorba/şūrbā
φεύ’νεφεύγουν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγλήγοραγρήγορα
αλλομίανάλλη μια φορά
άντζ̌αμόλις που, μετά βίας, τότε μόνο ancak
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
ατουντους
ατ’ςαυτής, της
βράδονβράδυ
γούλανλαιμό gula
δουλείανδουλειά
εζούλτσενέστριψε
είναςένας/μία
εμαύρυνανμαύρισαν
επίασενπιάστηκε
επόρεσανμπόρεσαν
κοσσάρακότα
κοσσάρανκότα
μανάχον(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ομμάτα̤μάτια
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ̌ουρβάνσούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι çorba/şūrbā
φεύ’νεφεύγουν
Σημειώσεις
¹ (τουρκ.) Komşu, Allaha ısmarladık! Γειτόνισσα, σας αφήνομε γειά!
² (τουρκ.) Akşamdan çorba, sabahtan çorba, η κοσσάρα σην τορπάν, halal et, komşu! Αποβραδίς σούπα, το πρωί σούπα (η κότα στον τορβά), χαλάλι κάν’ τα, γειτόνισσα!
³ (τουρκ.) Güle güle, oğlum, halal olsun! Στο καλό με γέλια, παιδί μου, χαλάλι να ’ναι!

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr