.
.
fullscreen
Ο Γιάννες ο Κορκέας και η Πατούλα εσέβαν έτον σον τρίτον τον χρόνον τη παντρείας ατουν. Σα τρία χρόνα̤, τρία καλά ημέρας ’κ’ επέρασαν. Όλον ταβία, ντωσίματα, χτουπουλίματα. Η μάρσα η Πατούλα ηύρεν την πελά̤ν ατ’ς. Κάθαν βράδον ο Γιάννες εμεθύν’νεν κι έρχουντουν σ’ οσπίτ’ τα μεσάνυχτα κόρτς-καντήλτς. Και ας το ’κ’ εστείλ’νεν σ’ οσπίτ’ τιδέν κι υστέρ’, εψαλάφανεν και χαζούρ’ φαγίν.

Μέρ’ να ηυρήκ’ α̤’ η ζαβαλούσα η Πατούλα; Για τ’ ατό κάθαν βράδον έτρωεν ατα κι εκάθουντουν κα’. Μίαν ’κ’ έν’, δύο ’κ’ έν’, τρία ’κ’ έν’. Τρία ολόγια χρόνα̤ κάθαν ημέραν ατό η δουλεία εγίνουντουν.

Αρ’ επουγαλεύτεν η Πατούλα, εγκάλεσεν ατον σον Δεσπότ’ κι εψαλάφεσεν χωρισίαν. Άμα είναν τέκ’ μάρτυραν είχ̌εν. Εκείνε πα είνας γραία η Θυμία η Κορτοτάβα, εβδομήντα χρονών κέσ’. Εκάθουντουν σο πλαϊνόν την οτάν. Έναν τσ̌αντούν εχώριζεν ατ’ς. Εκούιξεν ατην ο Δεσπότ’ς κι ερώτεσεν ατην ντο εξέρ’ να λέει για την υπόθεσην.

-Ντό να εξέρω, Άε μ’ γέροντα, είπεν η Θυμία. Να μην έσωνα κι έξερα. Ο Θεός να ελά̤ με! Ντό πράματα γίνουνταν σον κόσμον! Τεμέκ ’δέν πα. Ντό να λέγω σε. Πράματα, θάματα, άρρατα, θάματα! ’Κι θέλω να κατηγορώ ατον. Καλόν καρδίαν έχ̌’. Κάποιος να πειρά͜ει σε, πάει σκοτών’ α̤τον. Άμα πολλά πίν’ ο ευλογημένον. Γουρζούλ’ και ματογκύλ’ να ’ίνεται. Ντό πολλά ανθρώπ’ς έκαψεν ατό το ζουχούμ’! Πίν’, πίν’, πίν’, πίν’ και ’ίνεται καντήλαν. Κάθαν βράδον. Κάθαν Θεού βράδον, λέγω σε. Και ας το τσ̌ακλίζ’ κι υστέρ’, σο μεσονύχτ’ απάν’ έρ’ται σ’ οσπί’ν ατ’. Καλά το ’κ’ εποίκεν και κανέναν μωρόν. Εκείνε η χ̌ιλά̤κλερος η Πατούλα μίαν αδά και μίαν ακεί, κάτ’ τρώει και περάζ’ δά̤ρα̤. Το μωρόν πα ντό θα εποίν’νεν α’, και ντό θα έτρωεν και ντό θα εφόρ’νεν. Αχά άγουρος ανευλόγετος και ανεπρόκοφτος. Ντ’ έξερω; Εμείς πα είχαμε αγούρτς. Ο σ’χωρεμένον ο Γιώρτς -ελαφρόν το χώμαν ατ’- κάθαν Θεού βράδον άμον το ετσούπωνεν τ’ αργαστέρ’, αμὰν εγομούντουν σ’ οσπίτ’. Νά̤ καϊβέν, νά̤ και μεϊχανάν. Πάντα πα κάτ’ θα εκρά’νεν σα χ̌έρα̤ τ’. Εύκαιρος καμίαν ’κ’ έρ’τουν. Τον πρώτον τον χρόνον τ’ εστεφανώθαμε, κάθαν ημέραν εγόμωνεν και τα τσ̌όπα̤ς ατ’ λογιών τη λογιών τσ̌ερέζα̤: πλεπλεκούτας, τσ̌αμίντζ̌α, σ̌εκερλεμέδες κι άμον το έρχουντουν σ’ οσπίτ’, ερώτανε με:
-Αν εξέρτς, Θύμια, ντό έγκα σε απόψ’;
Ε μαύρ’ αρθώπ’, ε, μαύρα ζαμάνα̤! Η η-η-χή. Ντό δυνατά πα εζήναμε. Όλα̤ τα ευλογίας πα είχαμε· κι αβούτα τα μεθύσα̤ και τ’ ασ̌κεμίας πα ’κ’ έταν. Πού και πού...
-Καλά, κερά Θυμία, είπεν ατην ο Δεσπότ’ς, αυτά άφησέ τα. Για τον Γιάννη τι ξέρεις; Χτυπούσε την γυναίκα του την Πατούλαν;
-Ντό λες, Άε μ’ Δεσπότα, ατά ανασπάλκουνταν καμίαν; Κρού’νε σο νου μ’ κι εθα̤ρρώ οψέ έτον ακόμαν. Νέισα̤. Ας λέγομε και για τα ξυλέας. Ήμαρτα, ήμαρτα, Άε μ’ γέροντα. Δος με σταυρόν ας φιλώ -κι εποίκεν το σταυρόν ατ’ς- Αχά! Μα τ’ αβούτο το σταυρόν τ’ εσταυρώθεν ο Χριστόν εμουν, Άε μ’ Δέσποτα, αν λέγω σε ψέματα. Κάθαν νύχταν κρούει, κρούει, κρούει, κρούει κι ευτάει ατην παστίλαν.
-Καλά, κερά Θυμία, τον είδες εσύ καμιά φορά να την χτυπάει;
-Ντό λόγος έν’ ατό, Άε μ’ Δεσπότα. Έν’ ανάγκη να ελέπ’ ατο κέλα· αφού κάθαν Θεού νύχταν ακούω το παταζλάεμαν;
-Αυτό δεν φτάνει, κυρά Θυμία. Για να τα πιστέψομε αυτά πρέπει να μαρτυρήσει και κάποιος άλλος που είδε τον Γιάννη να χτυπάει την Πατούλαν.
-Πατριάρχης να ’ίνεσαι, Άε μ’ Δεσπότα, άμα ντ’ έξερω; Ας σ’ εμόν κι άλλο καλλίον μαρτυρίαν, π’ α̤κούω με τ’ ωτία μ’ κάθαν νύχταν το κακόν, εθα̤ρρώ ’κι γίνεται.
-Το να ακούς με τα αυτιά σου δεν έχει αξία για την μαρτυρίαν. Πρέπει να ιδείς κιόλας με τα μάτια σου, είπεν κι εστάθεν ο Δεσπότ’ς.

Εσ’κώθεν κι η Θυμία, εφίλεσεν το χ̌όρ’ν ατ’ και σίτα̤ εβγών’νεν ας σην πόρταν: ζάρτς, τεϊνέ εδέκεν α’.
-Βρε συ, δεν εντρέπεσαι, γριά γυναίκα να κάμεις σιμά στον Δεσπότη τέτοιο πράμα! Ετσ̌άιξεν ατην ο Δεσπότ’ς.
-Ντό έτον; είπεν η Θυμία
-Έχεις μούτρα και μιλάς ακόμα; Θαρρείς ότι δεν άκουσα;
-Κι αμ’ εσύ απράναν ’κ’ έλεγες με, Δεσπότα μ’, να έχω την ευχ̌ή σ’, «με τ’ ωτία τ’ ακούς παράες ’κ’ ευτάνε»; Γιόξαμ’ τιδέν είδες κέλα με τ’ ομμάτα̤ σ’;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
α̤’(α̤τό) αυτό, το
αβούτααυτά
αβούτοαυτό
άγουροςνέος άνδρας
αγούρτςνέους άνδρες, εφήβους
αδάεδώ
ακείεκεί
αμὰναμέσως, ευθύς, μονομιάς hemen/hemān
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασπάλκουντανξεχνιούνται, (υποτακτ) ξεχαστούν
ανθρώπ’ςανθρώπους
απάν’πάνω
απράνανπριν λίγο
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αργαστέρ’εργαστήριο, αργαλειός
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατάαυτά
ατααυτά
ατουντους
ατ’ςαυτής, της
βράδονβράδυ
γιόξαμ’ή μήπως yoksa+μη
γουρζούλ’φαρμάκι, δηλητηριασμένο φαΐ, δυσκολοχώνευτο/βαρύ για το στομάχι
γραίαγριά
’δέντίποτα
Δεσπότ’δεσπότη, επίσκοπο
δοςδώσε
δουλείαδουλειά, εργασία
έγκαέφερα
εγόμωνενγέμιζε
εδέκενέδωσε
είνανέναν, μία
είναςένας/μία
εκείνεεκείνη
εκούιξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
ελά̤λυπάται κπ/κτ, δείχνει ελεημοσύνη, μτφ. τσιγκουνεύεται ἐλεέω-ἐλεῶ
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμουνμας
έν’είναι
εντρέπεσαιντρέπεσαι
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
έξεραήξερα
εξέρτςξέρεις, γνωρίζεις
έξερω(ερωτημ. τονισμός) ξέρω
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
επουγαλεύτενέσκασε, βαρέθηκε, στενοχωρέθηκε bunalmak
έρ’ταιέρχεται
έρχουντουνερχόταν
ερώτεσενρώτησε
εσέβανμπήκαν
εσ’κώθενσηκώθηκε
εστάθενστάθηκε, σταμάτησε
εστείλ’νενέστελνε
έσωνα(αμτβ.) είχα δύναμη, άντεχα, αρκούσα
έτανήταν
έτονήταν
έτρωενέτρωγε
ετσ̌άιξενφώναξε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
εφίλεσενφίλησε
εφόρ’νενφορούσε
έχ̌’έχει
εψαλάφανενζητούσε, αιτούνταν
εψαλάφεσενζήτησε, αιτήθηκε
ζαμάνα̤χρόνια
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
ηυρήκ’βρίσκω/ει
θάματαθαύματα
’ίνεσαιγίνεσαι
’ίνεταιγίνεται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
κάθανκάθε
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
καμίανποτέ
κέλακιόλας
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρούειχτυπάει κρούω
κρού’νεχτυπούν κρούω
κρού’νε σο νου μ’έρχονται στο νου μου/στη σκέψη μου κρούω
μάρσαμαύρη, κακόμοιρη, καημένη
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μίανμια φορά
ντωσίματαχτυπήματα
ομμάτα̤μάτια
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
οτάνδωμάτιο oda
οψέχθες
παπάλι, επίσης, ακόμα
πατούλααυτή που έχει λευκό δέρμα, παχουλή, αφράτη
πελά̤νβάσανο, σκοτούρα bela
περάζ’περνάει
πίν’πίνω/ει
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ̌εκερλεμέδεςζαχαρένια, γλυκά şekerleme
σίτα̤καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σ’χωρεμένονσυγχωρεμένο, μακαρίτη
ταβίαμαλώματα, φιλονικίες, επιπλήξεις dava/daʿvā
τέκ’μόνο, ένα, μοναδικό tek
τεμέκώστε, δηλαδή demek
τιδέντίποτα
υστέρ’στερνό, τελευταίο
χ̌έρα̤χέρια
χρόνα̤χρόνια
χωρισίανχωρισμός, αποχωρισμός
ωτίααυτιά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
α̤’(α̤τό) αυτό, το
αβούτααυτά
αβούτοαυτό
άγουροςνέος άνδρας
αγούρτςνέους άνδρες, εφήβους
αδάεδώ
ακείεκεί
αμὰναμέσως, ευθύς, μονομιάς hemen/hemān
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασπάλκουντανξεχνιούνται, (υποτακτ) ξεχαστούν
ανθρώπ’ςανθρώπους
απάν’πάνω
απράνανπριν λίγο
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αργαστέρ’εργαστήριο, αργαλειός
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατάαυτά
ατααυτά
ατουντους
ατ’ςαυτής, της
βράδονβράδυ
γιόξαμ’ή μήπως yoksa+μη
γουρζούλ’φαρμάκι, δηλητηριασμένο φαΐ, δυσκολοχώνευτο/βαρύ για το στομάχι
γραίαγριά
’δέντίποτα
Δεσπότ’δεσπότη, επίσκοπο
δοςδώσε
δουλείαδουλειά, εργασία
έγκαέφερα
εγόμωνενγέμιζε
εδέκενέδωσε
είνανέναν, μία
είναςένας/μία
εκείνεεκείνη
εκούιξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
ελά̤λυπάται κπ/κτ, δείχνει ελεημοσύνη, μτφ. τσιγκουνεύεται ἐλεέω-ἐλεῶ
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμουνμας
έν’είναι
εντρέπεσαιντρέπεσαι
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
έξεραήξερα
εξέρτςξέρεις, γνωρίζεις
έξερω(ερωτημ. τονισμός) ξέρω
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
επουγαλεύτενέσκασε, βαρέθηκε, στενοχωρέθηκε bunalmak
έρ’ταιέρχεται
έρχουντουνερχόταν
ερώτεσενρώτησε
εσέβανμπήκαν
εσ’κώθενσηκώθηκε
εστάθενστάθηκε, σταμάτησε
εστείλ’νενέστελνε
έσωνα(αμτβ.) είχα δύναμη, άντεχα, αρκούσα
έτανήταν
έτονήταν
έτρωενέτρωγε
ετσ̌άιξενφώναξε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
εφίλεσενφίλησε
εφόρ’νενφορούσε
έχ̌’έχει
εψαλάφανενζητούσε, αιτούνταν
εψαλάφεσενζήτησε, αιτήθηκε
ζαμάνα̤χρόνια
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
ηυρήκ’βρίσκω/ει
θάματαθαύματα
’ίνεσαιγίνεσαι
’ίνεταιγίνεται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
κάθανκάθε
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
καμίανποτέ
κέλακιόλας
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρούειχτυπάει κρούω
κρού’νεχτυπούν κρούω
κρού’νε σο νου μ’έρχονται στο νου μου/στη σκέψη μου κρούω
μάρσαμαύρη, κακόμοιρη, καημένη
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μίανμια φορά
ντωσίματαχτυπήματα
ομμάτα̤μάτια
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
οτάνδωμάτιο oda
οψέχθες
παπάλι, επίσης, ακόμα
πατούλααυτή που έχει λευκό δέρμα, παχουλή, αφράτη
πελά̤νβάσανο, σκοτούρα bela
περάζ’περνάει
πίν’πίνω/ει
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ̌εκερλεμέδεςζαχαρένια, γλυκά şekerleme
σίτα̤καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σ’χωρεμένονσυγχωρεμένο, μακαρίτη
ταβίαμαλώματα, φιλονικίες, επιπλήξεις dava/daʿvā
τέκ’μόνο, ένα, μοναδικό tek
τεμέκώστε, δηλαδή demek
τιδέντίποτα
υστέρ’στερνό, τελευταίο
χ̌έρα̤χέρια
χρόνα̤χρόνια
χωρισίανχωρισμός, αποχωρισμός
ωτίααυτιά

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr