.
.
fullscreen
Εβδομήντα χρόνα̤ εμπροστά σο σκολείον χαρτία ’κ’ είχανε. Εποίν’νανε μάθεμαν ας σο Κερεκάδ’ και ας σο Ωρολόγιον. Ο Απόστολον, ο καημένον, ξάι ’κ’ επόρ’νεν να εμαθάν’νεν το μάθεμαν ατ’. Μούνον γαβρανοκέφαλος έτον. Άμα το μάθεμαν πα ζόρ’ έτον. Μέρ’ να επορεί και αγναύ’ αγίκα λόγια. Έναν ημέραν ο δέσκαλον είπεν τον Συμιών τη Χαμπίνας να μαθίζ’ α̤τον το μάθεμαν επειδής και έτανε σο ίδιον την τάξην κι εκείνος εύκολα εμαθάν’νεν α’. Επήγαν τ’ άλλ’ την ημέραν σο σκολείον και ο δέσκαλον πρώτα-πρώτα εξέγκεν τον Απόστολον. Ο χ̌ιλά̤κλερον εχάρεν, επειδής και ο Συμιώντς εμάτσεν ατον καλά το μάθεμαν ατ’. Εσκάλωσεν ο δέσκαλον τα ερωτήσεις:
-Τι θα ειπεί, Απόστολε, «ο εκτείνων τον ουρανόν»;
-Τα χτήνα̤ τ’ ουρανού, δέσκαλε.
-Τι θα ειπεί, Απόστολε, «ο στεγάζων»;
-Τ’ οσπιτί’ το στεγάδ’, δέσκαλε.
-Τι θα ειπεί, Απόστολε, «ο εν ύδασι»;
-Τη κιφαλί’ τα κονίδας, δέσκαλε.
-Τι θα ειπεί, «ως σουδάριον», Απόστολε;
-Τη καραβί’ το σίδερον, δέσκαλε.
-Τι θα ειπεί, «τα υπερώα αυτού»;
-Τα κόκκινα τα πιπέρα̤, δέσκαλε...

Ο Απόστολον όσταν είδεν εγέλανανε οι άλλ’ για το μάθεμαν τ’ έλεγεν, εχάσεν ολίγον την πούσουλαν κι εσκάλωσεν και τερεί αδά κι ακεί. Ο δέσκαλον εγνάεψεν την τιζά̤ν τ’ εποίκεν ο Συμιώντς τον Απόστολον κι εγέλασεν εκείνος πα, επειδής και έξερεν το έτονε πολλά μασχαρά̤νος και καλόν παιδίν ο Συμιώντς.
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
αγίκατέτοια
αδάεδώ
ακείεκεί
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
δέσκαλονδάσκαλο
εγνάεψενκατάλαβε
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
εξέγκενέβγαλε
έξερενήξερε
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
εποίν’νανεέκαναν, έφτιαχναν ποιέω-ῶ
επορείμπορεί
επόρ’νενμπορούσε
εσκάλωσενξεκίνησε, άρχισε, εκκίνησε ένα έργο/δουλειά
έτανεήταν
έτονήταν
έτονεήταν
εχάρενχάρηκε
εχάσενέχασε, έδιωξε, πέταξε
ζόρ’ζόρι zor/zūr
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κιφαλί’κεφαλιού
μάθεμανμάθημα
μαθίζ’μαθαίνω/ει κτ σε κπ, διδάσκει
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
ξάικαθόλου
ολίγονλίγο
οσπιτί’σπιτιού hospitium<hospes
όστανόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σκολείονσχολείο
τερείκοιτάει
τιζά̤νσειρά düzen
χ̌ιλά̤κλερονχιλιάκληρος
χρόνα̤χρόνια
χτήνα̤αγελάδες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
αγίκατέτοια
αδάεδώ
ακείεκεί
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
δέσκαλονδάσκαλο
εγνάεψενκατάλαβε
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
εξέγκενέβγαλε
έξερενήξερε
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
εποίν’νανεέκαναν, έφτιαχναν ποιέω-ῶ
επορείμπορεί
επόρ’νενμπορούσε
εσκάλωσενξεκίνησε, άρχισε, εκκίνησε ένα έργο/δουλειά
έτανεήταν
έτονήταν
έτονεήταν
εχάρενχάρηκε
εχάσενέχασε, έδιωξε, πέταξε
ζόρ’ζόρι zor/zūr
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κιφαλί’κεφαλιού
μάθεμανμάθημα
μαθίζ’μαθαίνω/ει κτ σε κπ, διδάσκει
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
ξάικαθόλου
ολίγονλίγο
οσπιτί’σπιτιού hospitium<hospes
όστανόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σκολείονσχολείο
τερείκοιτάει
τιζά̤νσειρά düzen
χ̌ιλά̤κλερονχιλιάκληρος
χρόνα̤χρόνια
χτήνα̤αγελάδες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr