.
.
fullscreen
Ση Κεφαλά τη Σιμελίτα έτον να εκουβαλίγουνταν. Έσ’κωσαν κι εσώρεψαν όλα̤ τα πράματα τουν σην αυλήν, ας σον πουρνόν. Πολλά ’κ’ επήεν εκούιξαν και τοιν χαμάλτς, να κουβαλούν ατα. Σην συμφωνίαν απάν’ εσκάλωσαν το τάβισμαν. Ο χαμάλπασ̌ης εψαλάφεσεν τέσσερα μετσ̌ιτιέδες! Εχπαράεν ο Σιμελίτας και λέει ατον:
-Νέπε, εσύ εζάντυνες; Με τα τέσσερα μετσ̌ιτιέδες παντρεύω μίαν κι άλλο. Γιατί ψαλαφάς ατόσον πολλά;
Ενούντσεν, επενούντσεν ο χαμάλπασ̌ης, έξυσεν με τα νύχ̌α̤ τ’ την κοτύλαν ατ’ και ξαν είπε:
-Δέξιματ’, πολλά ’κ’ εψαλάφεσά σε. Τέρεν αδά ντο πολλά πράματα έ͜εις: Καργιόλας-μαργιόλας, τολάπα̤-μολάπα̤, σαντούκια-μαντούκια, σκρίνα-μίνα, αμπάρα̤-μαμπάρα̤...

Αλλομίαν ’κ’ εβάσταξεν ο Σιμελίτας:
-Για αστά, είπεν ατον, όλα̤ ατά το είπες ’κ’ έν’ ανάγκη να κουβαλείτ’ α̤τα. Τα μαριόλας, τα μολάπα̤, τα μαντούκια, τα μίνα, τα μαμπάρα̤ ας απομέν’νε, ’κι πειράζ’. Σ’ άλλα ντό ψαλαφάτε;
Ουζάτμιαλουμ¹, σο τέλος εσυμφώνεσαν σα τριανταπέντε γορόσ̌α. Ας τ’ εκουβάλεσεν ατα κι υστέρ’, ο Σιμελίτας εκέρασεν ατ’ς απ’ έναν ρακίν και είπεν ατ’ς:
-Παιδία, ’κι πιστεύω να έχ̌ετε παράπονα-μαράπονα. Τριανταπέντε γορόσ̌α-μορόσ̌α, ολίγα παράες-μαράες ’κ’ είναι!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αλλομίανάλλη μια φορά
αμπάρα̤αμπάρια ambar/anbār
απάν’πάνω
απομέν’νεαπομένουν
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
αστά(προστ.) στάσου
ατάαυτά
ατααυτά
ατόσοντόσο
ατ’ςαυτής, της
έ͜ειςέχεις
εβάσταξενβάσταξε, άντεξε
εζάντυνεςτρελάθηκες
εκούιξανφώναξαν, λάλησαν, κάλεσαν κπ ονομαστικά
έν’είναι
ενούντσενσκέφτηκε
επήενπήγε
εσκάλωσανξεκίνησαν, άρχισαν, εκκίνησαν ένα έργο/δουλειά
έσ’κωσανσήκωσαν
εσώρεψανμάζεψαν, συγκέντρωσαν
έτονήταν
εχπαράεν(αμτβ) τρόμαξε, ξαφνιάστηκε εκσπαράσσω
εψαλάφεσενζήτησε, αιτήθηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοτύλανσβέρκο
μίανμια φορά
μίαν κι άλλοάλλη μια φορά
νέπεβρε!
ξανπάλι, ξανά
παιδίαπαιδιά
παντρεύωπαντρεύομαι, δίνω την/ον κόρη/γιο μου για παντρειά
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουρνόνπρωί, πρωινό, επαύριον
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τουντους
υστέρ’στερνό, τελευταίο
χαμάλτς(ον. ενικ) χαμάλης, αχθοφόρος, (αιτ.πληθ.) χαμάληδες, αχθοφόροι hamal/ḥammāl
ψαλαφάςζητάς, αιτείσαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αλλομίανάλλη μια φορά
αμπάρα̤αμπάρια ambar/anbār
απάν’πάνω
απομέν’νεαπομένουν
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
αστά(προστ.) στάσου
ατάαυτά
ατααυτά
ατόσοντόσο
ατ’ςαυτής, της
έ͜ειςέχεις
εβάσταξενβάσταξε, άντεξε
εζάντυνεςτρελάθηκες
εκούιξανφώναξαν, λάλησαν, κάλεσαν κπ ονομαστικά
έν’είναι
ενούντσενσκέφτηκε
επήενπήγε
εσκάλωσανξεκίνησαν, άρχισαν, εκκίνησαν ένα έργο/δουλειά
έσ’κωσανσήκωσαν
εσώρεψανμάζεψαν, συγκέντρωσαν
έτονήταν
εχπαράεν(αμτβ) τρόμαξε, ξαφνιάστηκε εκσπαράσσω
εψαλάφεσενζήτησε, αιτήθηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοτύλανσβέρκο
μίανμια φορά
μίαν κι άλλοάλλη μια φορά
νέπεβρε!
ξανπάλι, ξανά
παιδίαπαιδιά
παντρεύωπαντρεύομαι, δίνω την/ον κόρη/γιο μου για παντρειά
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουρνόνπρωί, πρωινό, επαύριον
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τουντους
υστέρ’στερνό, τελευταίο
χαμάλτς(ον. ενικ) χαμάλης, αχθοφόρος, (αιτ.πληθ.) χαμάληδες, αχθοφόροι hamal/ḥammāl
ψαλαφάςζητάς, αιτείσαι
Σημειώσεις
¹ ουζάτμιαλουμ (uzatmayalım): Ας μην το μακραίνουμε, κοντολογίς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr