.
.
Λαογραφικά των Κοτυώρων | Από τη ζωή του Πόντου

Ο βλαστημέας ο ποπάς

fullscreen
Σα πρωτιζ’νά τα χρόνα̤ είνας Δεσπότ’ς εξέβεν σην περιοδείαν για τα καπνικά τ’. Επήεν σ’ έναν χωρίον. Οι μειζετέρ’ επήγαν σο χ̌όρ’ν ατ’ κι εκαλωσόρτσαν ατον. Ας το είπαν απ’ αδά κι απ’ ακεί κι υστέρ’ εγκάλεσαν τον ποπάν ατουν.
-Πολλά βλαστημέας και ζαντωτός έν’, γέροντα, είπαν ατον. Τέρεν και στείλο μας είναν άλλον καλόν.
-Καλά, είπεν ατ’ς ο Δεσπότ’ς, θα εξετάζω και ό,τι έν’ ανάγκη ’α ευτάγω.

Τ’ άλλ’ την ημέραν ας σην λειτουργίαν κι υστέρ’, ο ποπάς επήρεν τον Δεσπότ’ κι επέγ̆’ναν σ’ οσπί’ν ατ’. Είστα̤ επεράν’ναν ας σο χωρίον απέσ’, σ’ έναν ορμόπον καικά είνας ’υναίκα εξέβεν έμπρα̤ τ’ και είπεν τον Δεσπότ’:
-Να έχω την ευχ̌ή σ’, Άε μ’ Γέροντα, αστά ολίγον αδακά.
Ο Δεσπότ’ς εστάθεν. Αλλομούνον έγκεν η γαρή έναν καλάθ’ με την κωσσούν και τ’ ωβά τ’ εκάτσεν ατην, και είπεν ξαν τον Δεσπότ’:
-Αρ’ ατώρα ατλάεψον το καλάθ’ κι ας ευλογίγουνταν η κωσσού με τ’ ωβά.

Ο ποπάς ’κ’ επόρεσεν άλλο να έστεκεν και είπεν:
-Νε κουτσ̌ή, τσούνας θαγατέρα. Άλλο σκατόν ’κι ηύρες να έτρωγες και πεκλεττιρεύ’ς τον Δεσπότ’ για τα πουλία το θα ’φτάς;
Εκλώστεν ύστερα σον Δεσπότ’ μερέαν και είπεν ατον:
-Αρ’ αγίκα ελέπω εγώ και βλαστημώ, γέροντα, κι επεκεί λένε ο ποπάς βλαστημέας έν’, ο ποπάς τρελός έν’!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
’αθα
αγίκατέτοια
αδάεδώ
αδακάεδώ κόντα
ακείεκεί
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αστά(προστ.) στάσου
ατουντους
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
Δεσπότ’δεσπότη, επίσκοπο
έγκενέφερε
είνανέναν, μία
είναςένας/μία
εκάτσενκάθισε
εκλώστενγύρισε, επέστρεψε
ελέπωβλέπω
έμπρα̤μπροστά
έν’είναι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
επέγ̆’νανπήγαιναν
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επήενπήγε
επόρεσενμπόρεσε
εστάθενστάθηκε, σταμάτησε
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
θαγατέρακόρη, θυγατέρα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουτσ̌ήκόρη
κωσσούκλώσσα
μειζετέρ’οι πρεσβύτεροι σε ηλικία
μερέανμεριά
ξανπάλι, ξανά
ολίγονλίγο
ορμόπονμικρό ρυάκι/μικρή ρεματιά
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποπάνπαπά
ποπάςπαπάς
πρωτιζ’νάπρώτα, αρχαία, παλαιά
στείλο(προστ.) στείλε
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
υστέρ’στερνό, τελευταίο
’φτάς(ευτάς) κάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
χρόνα̤χρόνια
ωβάαβγά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
’αθα
αγίκατέτοια
αδάεδώ
αδακάεδώ κόντα
ακείεκεί
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αστά(προστ.) στάσου
ατουντους
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
Δεσπότ’δεσπότη, επίσκοπο
έγκενέφερε
είνανέναν, μία
είναςένας/μία
εκάτσενκάθισε
εκλώστενγύρισε, επέστρεψε
ελέπωβλέπω
έμπρα̤μπροστά
έν’είναι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
επέγ̆’νανπήγαιναν
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επήενπήγε
επόρεσενμπόρεσε
εστάθενστάθηκε, σταμάτησε
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
θαγατέρακόρη, θυγατέρα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουτσ̌ήκόρη
κωσσούκλώσσα
μειζετέρ’οι πρεσβύτεροι σε ηλικία
μερέανμεριά
ξανπάλι, ξανά
ολίγονλίγο
ορμόπονμικρό ρυάκι/μικρή ρεματιά
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποπάνπαπά
ποπάςπαπάς
πρωτιζ’νάπρώτα, αρχαία, παλαιά
στείλο(προστ.) στείλε
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
υστέρ’στερνό, τελευταίο
’φτάς(ευτάς) κάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
χρόνα̤χρόνια
ωβάαβγά

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr