.
.
Λαογραφικά των Κοτυώρων | Από τη ζωή του Πόντου

Τ’ Αρμέντικα τ’ ονόματα

fullscreen
Ο Σοφόκλης τοιν Αρμενάντας ξάι ’κ’ εχώνευεν ατ’ς. Άμα τον Μεντσίκ πολλά εγάπανεν ατον. Από μικροί ετράνυναν σ’ έναν πόρταν απάν’. Γειτονάδες έταν. Τη Μεντσίκ ο κύρ’ έτονε πλούσιος και ήντα̤ν εδίν’ναν ατον ας σ’ οσπίτ’, εμοίρα̤ζεν α’ με τον Σοφόκλην. Έμαθεν και Ορωμαίικα κι εγέντον άμον ορθός Χριστιανός.

Έναν ημέραν πως εγέντον κι ένοιξαν συζήτησην σα ονόματα απάν’. Ο Μεντσίκ’ς επερίπαιζεν τ’ ορωμαίικα τ’ ονόματα κι έλεγεν:
-Ατά πα ονόματα μη είναι; Ξενοφώντς, Κλεάνθης, Αρίσταρχος, Μοχαήλτς, Αριστοτέλης...Όσον το κρού’ν σο νου μ’ έρ’ται με να γελώ.
Σο τέλος απάν’ είπεν ατον και για τ’ εκεινού τ’ όνομαν, το «Σοφόκλη» κι εξεραχώθεν ας σα γέλ’τα. 

Εγούζεψεν ο Σοφοκλής. Άμα πα̤λίν ’κ’ εποίκεν α’.
-Καλόν, είπεν ατον, ο λόγος ι-σ’ σωστόν έν’. Αρ’ ατώρα άκ’σον και την αξίαν, το έχ’νε τ’ εσέτερα τ’ ονόματα: Φορείς τα ναλία και πας σην ποδαρώναν. Είστα̤ πορπατείς σα πλακία απάν’ τα πάτα̤ς ι-σ’ κουίζ’νε: Χατσ̌ίκ, τσ̌ίκ, τσ̌ίκ, Χατσ̌ίκ, τσ̌ίκ! Ας το κάθεσαι να ευτάς την δουλεία σ’, ακούς άλλο όνομαν: Φιλώωωωωρ! 
Ας το σπίχκεσαι ολίγον ακουσκάται άλλο όνομαν: Μπογόοοοοζ!...Ας το σκαλών’νε να κατηβαίν’νε κουίζ’νε: Κιρκόρ, κόρ, κόρ, Κιρκόρ, κόρ...κι επεκεί ευτάνε: Χαμπαρσούν, Χαμπαρσούν!...Άμον το έχ̌’ κανείς τσίλαμαν, ατότες ακουσκούνταν άλλα ονόματα: Μικιρίτς̌, τίτς̌, τίτς̌, Αβετίτς̌, τίτς̌, τίτς̌!

Ο Μεντσίκ’ς ο κουρεμένον έκ’σεν ατα κι εχάσεν τ’ ωβά και τα καλάθα̤. Άλλο τιδέν ’κ’ επόρεσεν να έλεγεν. Άμα ο Σοφόκλης πα ατώρα εγέλασεν με την καρδίαν ατ’.
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
ακουσκάταιακούγεται
ακουσκούντανακούγονται
άκ’σον(προστ.) άκουσε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατάαυτά
ατααυτά
ατότεςτότε
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
γειτονάδεςγειτόνοι
γέλ’ταγέλια
δουλείαδουλειά, εργασία
εγάπανεναγαπούσε
εγέντονέγινε
εγούζεψεννευρίασε, άναψε, φούντωσε kızmak
εδίν’νανέδιναν
έκ’σενάκουσε
έν’είναι
ένοιξανάνοιξαν
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
επόρεσενμπόρεσε
έρ’ταιέρχεται
έρ’ται μεμου έρχεται, μου φαίνεται
εσέτεραδικά σου/σας
έτανήταν
έτονεήταν
ετράνυνανμεγάλωσαν, αναθρεύτηκαν τρανόω-ῶ
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
έχ̌’έχει
εχάσενέχασε, έδιωξε, πέταξε
έχ’νεέχουνε
ήντα̤νοτιδήποτε, ό,τι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κατηβαίν’νεκατεβαίνουν
κουίζ’νεφωνάζουν, λαλούνε, καλούνε κπ ονομαστικά
κρού’νχτυπούν κρούω
κύρ’πατέρα
ναλίαξύλινα πέδιλα γυναικεία, τσόκαρα nalın/naʿleyn
ξάικαθόλου
ολίγονλίγο
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πορπατείςπερπατάς
σκαλών’νεαρχινούν, ξεκινούν, εκκινούν ένα έργο/δουλειά
τιδέντίποτα
φορείςφοράς
ωβάαβγά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
ακουσκάταιακούγεται
ακουσκούντανακούγονται
άκ’σον(προστ.) άκουσε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατάαυτά
ατααυτά
ατότεςτότε
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
γειτονάδεςγειτόνοι
γέλ’ταγέλια
δουλείαδουλειά, εργασία
εγάπανεναγαπούσε
εγέντονέγινε
εγούζεψεννευρίασε, άναψε, φούντωσε kızmak
εδίν’νανέδιναν
έκ’σενάκουσε
έν’είναι
ένοιξανάνοιξαν
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
επόρεσενμπόρεσε
έρ’ταιέρχεται
έρ’ται μεμου έρχεται, μου φαίνεται
εσέτεραδικά σου/σας
έτανήταν
έτονεήταν
ετράνυνανμεγάλωσαν, αναθρεύτηκαν τρανόω-ῶ
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
έχ̌’έχει
εχάσενέχασε, έδιωξε, πέταξε
έχ’νεέχουνε
ήντα̤νοτιδήποτε, ό,τι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κατηβαίν’νεκατεβαίνουν
κουίζ’νεφωνάζουν, λαλούνε, καλούνε κπ ονομαστικά
κρού’νχτυπούν κρούω
κύρ’πατέρα
ναλίαξύλινα πέδιλα γυναικεία, τσόκαρα nalın/naʿleyn
ξάικαθόλου
ολίγονλίγο
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πορπατείςπερπατάς
σκαλών’νεαρχινούν, ξεκινούν, εκκινούν ένα έργο/δουλειά
τιδέντίποτα
φορείςφοράς
ωβάαβγά

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr