.
.
fullscreen
Είνας χωρέτες εκατήβεν έναν ημέραν σ’ Ορτούς το παζάρ’, επούλτσεν έναν γομάρ’ φασούλα̤, εφόρτωσεν το μουλάρ’ν ατ’ άλας κι εκλώστεν οπίσ’ σο χωρίον. Ας τ’ ελάλεσε το χαϊβάν’ ατ’ δύο ώρας κέσ’, έφτασεν σ’ έναν στενόν στράταν. Ας σα δεξ̌ιά μερέαν έτον κρεμός, και σο βάθος αφκά έτρεχ̌εν έναν ποτάμ’. Πώς εγέντον και το μουλάρ’ επάτεσεν σα εύκαιρα κι εσκάλωσεν κι ετσ̌ιντσ̌ινίουντουν σον κρεμόν. Ο χωρέτες επρόφτασεν κι επίασεν το μουλάρ’ ας σ’ ουδάρ’ν αθε, για να σταθερίζ’ α̤’.
Αλλομίαν ετέρεσεν, εκείνος πα τσ̌ιντσ̌ινίεται μετ’ εκείνο εντάμαν.

Επήεν να χάν’ τ’ αχούλ’ν ατ’.
-Πάναγια, πρόφτα, εσπίχτεν κι ετσ̌άιξεν.
Άμα νά̤ φαϊτα̤¹. Το μουλάρ’ όσον τ’ επέγ̆’νεν κι άλλο δυνατά ετσ̌ιντσ̌ινίγουντουν κι εσιουριουκλά̤ευεν εκείνον πα εντάμαν.
-Πάναγια, πρόφτα, Πάναγια, πρόφτα, έλεγεν κι εκατήβαινεν.

Τερεί αλλομίαν το μουλάρ’ εκατακιφαλά̤εν, έκοψεν τ’ ομούτ’, εφέκεν αμὰν τ’ ουδάρ’ τη χαϊβανί’ κι ετσ̌άιξεν:
-Φύγον, Πάναγια, κιανκίν εσύ πα ’α κατακιφαλά̤εσαι...
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α̤’(α̤τό) αυτό, το
’αθα
αθετου/της
άλαςαλάτι
αλλομίανάλλη μια φορά
αμὰναμέσως, ευθύς, μονομιάς hemen/hemān
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
αφκάκάτω
αχούλ’νμυαλό akıl/ʿaḳl
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
εγέντονέγινε
είναςένας/μία
εκατήβενκατέβηκε
εκλώστενγύρισε, επέστρεψε
ελάλεσεέβγαλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
εντάμανμαζί
επάτεσενπάτησε
επέγ̆’νενπήγαινε
επήενπήγε
επίασενπιάστηκε
επρόφτασενπρόφτασε
εσκάλωσενξεκίνησε, άρχισε, εκκίνησε ένα έργο/δουλειά
εσπίχτενσφίχτηκε
ετέρεσενκοίταξε
έτονήταν
ετσ̌άιξενφώναξε
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
εφέκενάφησε
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κρεμόνγκρεμό
κρεμόςγκρεμός
μερέανμεριά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομούτ’ελπίδα umut
οπίσ’πίσω
ουδάρ’(ιδιωμ.αναγραμμ. ουράδιν) ουρά
παπάλι, επίσης, ακόμα
ποτάμ’ποτάμι
τερείκοιτάει
φύγον(προστ.) φύγε
χαϊβάν’ζώο, μτφ. ανεγκέφαλος, ανάλγητος άνθρωπος hayvan/ḥayvān
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
χωρέτεςχωριάτης
ώραςώρες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α̤’(α̤τό) αυτό, το
’αθα
αθετου/της
άλαςαλάτι
αλλομίανάλλη μια φορά
αμὰναμέσως, ευθύς, μονομιάς hemen/hemān
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
αφκάκάτω
αχούλ’νμυαλό akıl/ʿaḳl
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
εγέντονέγινε
είναςένας/μία
εκατήβενκατέβηκε
εκλώστενγύρισε, επέστρεψε
ελάλεσεέβγαλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
εντάμανμαζί
επάτεσενπάτησε
επέγ̆’νενπήγαινε
επήενπήγε
επίασενπιάστηκε
επρόφτασενπρόφτασε
εσκάλωσενξεκίνησε, άρχισε, εκκίνησε ένα έργο/δουλειά
εσπίχτενσφίχτηκε
ετέρεσενκοίταξε
έτονήταν
ετσ̌άιξενφώναξε
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
εφέκενάφησε
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κρεμόνγκρεμό
κρεμόςγκρεμός
μερέανμεριά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομούτ’ελπίδα umut
οπίσ’πίσω
ουδάρ’(ιδιωμ.αναγραμμ. ουράδιν) ουρά
παπάλι, επίσης, ακόμα
ποτάμ’ποτάμι
τερείκοιτάει
φύγον(προστ.) φύγε
χαϊβάν’ζώο, μτφ. ανεγκέφαλος, ανάλγητος άνθρωπος hayvan/ḥayvān
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
χωρέτεςχωριάτης
ώραςώρες
Σημειώσεις
¹ (τουρκ.) ama ne fayda: Αλλά ποιο το όφελος

Το ανέκδοτο αυτό το έλεγαν οι διαμαρτυρόμενοι για να πειράζουν τους ορθόδοξους.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr