.
.
Λαογραφικά των Κοτυώρων | Από τη ζωή του Πόντου

Το χρέος και το χεσάπ’

fullscreen
Ο Λάγκατσ̌ης ο Γιάννες εχρωστήνεν τον Τσ̌οράν τον Γιώρ’ έξ’ καϊβέδες. Εχπάστεν να πάει σο Τσ̌άμπασ̌ιν και είστα̤ θα έβγαινεν αποπέσ’ ας σην καϊβέν, ο Τσ̌οράντς επαρακάλεσεν ατον να δί’ ατον το χρέος ατ’:
-Θα αγοράζω, είπεν ατον, με τ’ εξήντα παράες τ’ εχρωστάς με, έναν οκάν ζάχαρην.
Αλλομούνον εστάθεν ο Λάγκατζσ̌ης ο Γιάννες και λέει ατον:
-Νέπε, εσύ εζάντυνες; Έξ’ καϊβέδες ευτάνε εξήντα παράες κι εγώ εχρωστώ σε εξήντα παράες, επεξέβαμε· άλλο ντό θέλτς;

Εχάσεν την πούσουλαν ο Τσ̌οράντς κι εκλώστεν νουνιγμένος απέσ’ σην καϊβέν. Πολλά ’κ’ επήεν εβγών’ ξαν, τρέχ̌’ αποπίσ’ ατ’ και λέει ατον:
-Τσ̌ανουμ, Γιάννε, σ’ ατά τα εξήντα παράες είχα τ’ ομούτι μ’. Λελεύω σε, έλα δος μ’ ατα κι ας ευτάγω την δουλεία μ’.
-Νέπε, εσύ τσ̌ίπ εδέβασες α’ κα’, είπεν ατον ξαν κι ο Λάγκτασ̌ης ο Γιάννες.
-Τ’ αχούλι σ’ ξάι πώς ’κι κόφτ’! Είπα σε, τάχα. Έξ’ καϊβέδες ευτάνε εξήντα παράες· εγώ πα εχρωστώ σε εξήντα παράες, επεξέβαμε. Άλλο ντό ψαλαφάς; είπεν κι εκάλκεψεν το άλογον ατ’.

Ξαν εσέβεν ο μαύρον ο Τσ̌οράντς σην καϊβέν εντροπα̤γμένος, άμα να χωνεύ’ α̤’ πα ’κ’ επορεί. ’Κ’ εβάσταξεν, ξαν εκλώστεν οπίσ’, εκούιξεν κι εσταθέρτσεν τον Γιάννεν και είπεν ατον:
-Νέπε, παράες ’κι θέλω, άμα ποδεδίζω σε, για πέει με, αβούτο το χεσάπ’ πώς εγέντον;
Ο Γιάννες άλλο ’κ’ επόρεσεν να εκρά’νεν τον εαυτόν ατ’. Εξεραχώθεν ας σα γέλ’τα, εξέγκεν εδέκεν ατον δύο γορόσ̌α -τα είκοσ’ παράες σελεμετλίκια- κι ελάλεσεν τ’ άλογον ατ’ σο καινούρ’ την στράταν κιάν’...
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
α̤’(α̤τό) αυτό, το
αβούτοαυτό
απέσ’μέσα
αποπέσ’από μέσα
αποπίσ’από πίσω
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατάαυτά
ατααυτά
αχούλιμυαλό akıl/ʿaḳl
γέλ’ταγέλια
δί’δίνει
δοςδώσε
δουλείαδουλειά, εργασία
εβάσταξενβάσταξε, άντεξε
εβγών’βγαίνει
εγέντονέγινε
εδέβασεςδιάβασες, πέρασες, διέσχισες, πήγες κπ/κτ κάπου
εδέκενέδωσε
εζάντυνεςτρελάθηκες
εκάλκεψενκαβάλησε
εκλώστενγύρισε, επέστρεψε
εκούιξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
ελάλεσενέβγαλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εξέγκενέβγαλε
επήενπήγε
επορείμπορεί
επόρεσενμπόρεσε
εσέβενμπήκε
εστάθενστάθηκε, σταμάτησε
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
εχάσενέχασε, έδιωξε, πέταξε
εχπάστεναναχώρησε, κίνησε για
εχρωστώχρωστώ
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
καινούρ’καινούριο/α
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιάν’και άνω, και εξής, και πέρα
κόφτ’κόβει
λελεύωχαίρομαι
νέπεβρε!
ξάικαθόλου
ξανπάλι, ξανά
οκάνοθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας (ισοδύναμη με 1,2829 κιλά) okka
ομούτιελπίδα umut
οπίσ’πίσω
παπάλι, επίσης, ακόμα
πέει(προστ.) πες
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τρέχ̌’τρέχει
Τσ̌άμπασ̌ινπαρχάρι των Κοτυώρων του Πόντου (σημ. Ordu) στα ΝΑ της σημερινής επαρχίας Ορντού πολύ κοντά στα σύνορα με την επαρχία Κερασούντας Çambaşı (κυρ. Πευκοκορφή)
ψαλαφάςζητάς, αιτείσαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
α̤’(α̤τό) αυτό, το
αβούτοαυτό
απέσ’μέσα
αποπέσ’από μέσα
αποπίσ’από πίσω
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατάαυτά
ατααυτά
αχούλιμυαλό akıl/ʿaḳl
γέλ’ταγέλια
δί’δίνει
δοςδώσε
δουλείαδουλειά, εργασία
εβάσταξενβάσταξε, άντεξε
εβγών’βγαίνει
εγέντονέγινε
εδέβασεςδιάβασες, πέρασες, διέσχισες, πήγες κπ/κτ κάπου
εδέκενέδωσε
εζάντυνεςτρελάθηκες
εκάλκεψενκαβάλησε
εκλώστενγύρισε, επέστρεψε
εκούιξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
ελάλεσενέβγαλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εξέγκενέβγαλε
επήενπήγε
επορείμπορεί
επόρεσενμπόρεσε
εσέβενμπήκε
εστάθενστάθηκε, σταμάτησε
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
εχάσενέχασε, έδιωξε, πέταξε
εχπάστεναναχώρησε, κίνησε για
εχρωστώχρωστώ
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
καινούρ’καινούριο/α
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιάν’και άνω, και εξής, και πέρα
κόφτ’κόβει
λελεύωχαίρομαι
νέπεβρε!
ξάικαθόλου
ξανπάλι, ξανά
οκάνοθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας (ισοδύναμη με 1,2829 κιλά) okka
ομούτιελπίδα umut
οπίσ’πίσω
παπάλι, επίσης, ακόμα
πέει(προστ.) πες
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τρέχ̌’τρέχει
Τσ̌άμπασ̌ινπαρχάρι των Κοτυώρων του Πόντου (σημ. Ordu) στα ΝΑ της σημερινής επαρχίας Ορντού πολύ κοντά στα σύνορα με την επαρχία Κερασούντας Çambaşı (κυρ. Πευκοκορφή)
ψαλαφάςζητάς, αιτείσαι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr