.
.
Λαογραφικά των Κοτυώρων | Από τη ζωή του Πόντου

Ο Λάμπον κι οι μεϊχανετσ̌ήδες

fullscreen
Ο μεθύστακας ο Λάμπον σο μεσονύχτ’ σουμά έβγων’νεν το παΐρ’ να πάει σ’ οσπί’ν ατ’. Σου τουβάρ’ σενίν, που τουβάρ’ πενίμ¹... Εντούνεν αδά κι ακεί κι εγόγγυζεν κέλα. Ο γιος ατ’ από μακρά ας σο πορπάτεμαν κι ας σα γογγύσματα τ’, ενόισεν το έτον ο κύρ’ς ατ’ και λέει την μάναν ατ’:
-Μάνα, φέρεν την λάμπαν και ποίσον φως. Ο πατέρα μ’ έρ’ται και στέκ’ μεθυσμένος, κάμερ’ ρούζ’ και σκοτούται και κλαίν’ ατον οι μεϊχανετσ̌ήδες.
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
ακείεκεί
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ενόισεναντιλήφθηκε, κατάλαβε, αισθάνθηκε
εντούνενχτυπούσε
έρ’ταιέρχεται
έρ’ται και στέκ’είναι στον ερχομό
έτονήταν
κέλακιόλας
κύρ’ςκύρης, πατέρας
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
παΐρ’πλαγιά βουνού, άδενδρη κατωφέρεια bayır
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πορπάτεμανπερπάτημα
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
σκοτούταισκοτώνεται
σουμάκοντά
τουβάρ’ντουβάρι, τοίχος duvar/dīvār
φέρεν(προστ.) φέρε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
ακείεκεί
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ενόισεναντιλήφθηκε, κατάλαβε, αισθάνθηκε
εντούνενχτυπούσε
έρ’ταιέρχεται
έρ’ται και στέκ’είναι στον ερχομό
έτονήταν
κέλακιόλας
κύρ’ςκύρης, πατέρας
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
παΐρ’πλαγιά βουνού, άδενδρη κατωφέρεια bayır
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πορπάτεμανπερπάτημα
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
σκοτούταισκοτώνεται
σουμάκοντά
τουβάρ’ντουβάρι, τοίχος duvar/dīvār
φέρεν(προστ.) φέρε
Σημειώσεις
¹ Τούρκικη έκφραση (Şu duvar senin, bu duvar benim): Τούτος ο τοίχος δικός σου, τούτος ο τοίχος δικός μου. Λέγεται για μεθυσμένους που τρικλίζουν.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr