.
.
Λαογραφικά των Κοτυώρων | Από τη ζωή του Πόντου

Το νερόν κι η έρεξη

fullscreen
Ο Μουθούγκ’ς ο Παναέτας έτον προσκαλεσμένος με τον γιον ατ’ τον Λάμπον σον ψαλμόν τη σχωρεμένονος τη Νικόλα τη Ποπαλαζάρ’. Παρασ̌κευήν ημέραν έρθεν ατ’ς το προσκάλεσμαν για τη Σάββα. Την Παρασ̌κευή το βράδον οι δύος ατουν πα τίποτα ’κ’ έφαγαν για να πεινούνε καλά-καλά. Εξέρανε οι Ποπαλαζαράντ’ τ’ έταν ζεγκίν και θα είχαν καλά φαγία. Τη Σάββα απουρπουνού σ̌ίρσ̌ιμα εσ’κώθαν οι δύος πα, έπαν απ’ έναν καϊβέν, για να μη λιγούνταν ας σην πείναν, κι επήγαν σην εγκλεσίαν. Ας σην απόλυσην και ύστερα επήγαν με τ’ ούλτς εντάμαν σ’ οσπίτ’ τη Ποπαλαζάρ’. Πολλά ’κ’ επήεν εγούρεψαν τα τραπέζα̤ κι εκάτσαν όλ’ τριγύλ’-τριγύλ’. Ο Μουθούγκ’ς ο Παναέτας επήρεν σουμά τ’ το γιον ατ’ τον Λάμπον, για να τερεί ατον γιάμ’ ’κι τρώει πολλά.

Οι ’σπιτα̤νοί κι οι συγγενοί ατουν εκουβάλ’ναν λογιών-λογιών καλά φαγία. Τανωμένον σ̌ουρβάν, πλιγούρα̤, γιαχνίν με τα καρτόφα̤ και με το κρέας, μακαρίναν, τυρία, ελαίας, κατά το συνήθειον. Αρ’ εσκάλωσαν το φάσιμον κι ο Λάμπον ας τ’ έφαγεν εικοσπέντε-τριάντα βούκας κέσ’, επήρεν κι έπεν έναν ποτήρ’ νερόν. Εσπίχτεν ο Παναέτας κι εδέκεν ατον έναν μουστέαν, απ’ αφκακέσ’ ας σο τραπέζ’ για να μη ελέπ’ν’ ατον.
-Ντό κρού’ς με, πάτερα; είπεν ατον ο γιος ατ’.
-Νέπε, τσούνας κουτάβ’, μη πίντς νερόν και κόπεται η έρεξη σ’, είπεν ατον κι ο κύρ’ς ατ’.
-Κια πατέρα, εγώ πίνω για ν’ ανοί͜ει την έρεξη μ’.

Αρ’ εσπίχτεν, ξαν ο Παναέτας κι εδέκεν ατον άλλ’ έναν μουστέαν κι άλλο δυνατόν.
-Την ευλογία σ’ να λελεύω, πάτερα, ξαν γιατί κρού’ς με; λέει ατον ο γιος ατ’.
-Κι αμ’, σ̌κύλ’ υιέ, γιατί ’κ’ έλεγες μ’ ατο κι άλλ’ έμπρ’ καικά; είπεν ο Μουθούγκ’ς κι εκατακύλτσεν εκείνος πα έναν ποτήρ’ νερόν...
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανοί͜ειανοίγει
απουρπουνούκατά το πρωί, πρωινιάτικα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατουντους
ατ’ςαυτής, της
αφκακέσ’κάτω πέρα
βούκας(γεν. εν.) μπουκιάς, (ον./αιτ. πληθ.) μπουκιές
βράδονβράδυ
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
δύοςδύο
εγκλεσίανεκκλησία
εγούρεψανέστησαν kurmak
εδέκενέδωσε
εκάτσανκάθισαν
εκουβάλ’νανκουβαλούσαν
ελαίας(τα) ελιές, (τη) ελιάς
ελέπ’ν’βλέπουν
έμπρ’(έμπρου) εμπρός, μπροστά
εντάμανμαζί
έπενήπιε
επήενπήγε
έρεξηόρεξη
έρθενήρθε
εσκάλωσανξεκίνησαν, άρχισαν, εκκίνησαν ένα έργο/δουλειά
εσ’κώθανσηκώθηκαν
εσπίχτενσφίχτηκε
έτανήταν
έτονήταν
ζεγκίνπλούσιο/α zengin/sengīn
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόπεταικόβεται
κρού’ςχτυπάς κρούω
κύρ’ςκύρης, πατέρας
λελεύωχαίρομαι
λιγούντανεπιθυμούν κτ σφοδρά, χάνουν τις αισθήσεις τους, λιποθυμούν
μακαρίνανείδος ζυμαρικού makarna<maccherone
μουστέανγροθιά muşta/muşte
νέπεβρε!
ξανπάλι, ξανά
όλ’όλοι/α
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
ούλτςόλους
παπάλι, επίσης, ακόμα
πίντςπίνεις
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σουμάκοντά
σ̌ουρβάνσούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι çorba/şūrbā
συγγενοίσυγγενείς
τανωμένοντο αρτυσμένο με τάνιν φαγητό (ιδίως σούπες, τάνιν= το γιαούρτι που απομένει μετά την αφαίρεση του βουτύρου) Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τερείκοιτάει
τριγύλ’τριγύρω
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
υιέγιε υἱός
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανοί͜ειανοίγει
απουρπουνούκατά το πρωί, πρωινιάτικα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατουντους
ατ’ςαυτής, της
αφκακέσ’κάτω πέρα
βούκας(γεν. εν.) μπουκιάς, (ον./αιτ. πληθ.) μπουκιές
βράδονβράδυ
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
δύοςδύο
εγκλεσίανεκκλησία
εγούρεψανέστησαν kurmak
εδέκενέδωσε
εκάτσανκάθισαν
εκουβάλ’νανκουβαλούσαν
ελαίας(τα) ελιές, (τη) ελιάς
ελέπ’ν’βλέπουν
έμπρ’(έμπρου) εμπρός, μπροστά
εντάμανμαζί
έπενήπιε
επήενπήγε
έρεξηόρεξη
έρθενήρθε
εσκάλωσανξεκίνησαν, άρχισαν, εκκίνησαν ένα έργο/δουλειά
εσ’κώθανσηκώθηκαν
εσπίχτενσφίχτηκε
έτανήταν
έτονήταν
ζεγκίνπλούσιο/α zengin/sengīn
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόπεταικόβεται
κρού’ςχτυπάς κρούω
κύρ’ςκύρης, πατέρας
λελεύωχαίρομαι
λιγούντανεπιθυμούν κτ σφοδρά, χάνουν τις αισθήσεις τους, λιποθυμούν
μακαρίνανείδος ζυμαρικού makarna<maccherone
μουστέανγροθιά muşta/muşte
νέπεβρε!
ξανπάλι, ξανά
όλ’όλοι/α
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
ούλτςόλους
παπάλι, επίσης, ακόμα
πίντςπίνεις
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σουμάκοντά
σ̌ουρβάνσούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι çorba/şūrbā
συγγενοίσυγγενείς
τανωμένοντο αρτυσμένο με τάνιν φαγητό (ιδίως σούπες, τάνιν= το γιαούρτι που απομένει μετά την αφαίρεση του βουτύρου) Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τερείκοιτάει
τριγύλ’τριγύρω
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
υιέγιε υἱός

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr