.
.
Πάντα αροθυμώ σε

Πάντα αροθυμώ σε

Στιχουργοί
Συνθέτες
Πάντα αροθυμώ σε
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Σύρω την τραγωδία μου
και απαροθυμώ σε

♫

Το πρόσωπο σ’ που θα τερεί,
τ’ ομμάτι͜α τ’ χαντυλλιάουν
Σ̌ασ̌ουρεμένος πορπατεί,
τα ποδάρι͜α τ’ δελι͜άουν

Σύρω την τραγωδία μου
και απαροθυμώ σε
Ντό να ’φτάγω ο άχαρον
που πάντα αροθυμώ σε;

Ομοι͜άεις τη άνοιξης τσ̌ιτσ̌έκ’
και τη πηγής νερόν -ι
Κλίσ̌κεσαι κα’ και πίντς ατο
κι επεκεί παλαλώνεις¹

Σύρω την τραγωδία μου
και απαροθυμώ σε
Ντό να ’φτάγω ο άχαρον
που πάντα αροθυμώ σε;

Ση δὲβα σ’ όλι͜α σείουνταν 
και το τακάτι μ’ χάνω
Έρ’ται ο νους ι-μ’ και δα̤βαίν’
νουνίζω θ’ αποθάνω

Σύρω την τραγωδία μου
και απαροθυμώ σε
Ντό να ’φτάγω ο άχαρον
που πάντα αροθυμώ σε;

Η σεβντά σ’ ατσ̌αΐπ’κον έν’,
τσ̌οτίν’κον το ινάτι σ’
Ατσ̌άπ’ θα πετσ̌αρεύ’ ατο
ατό το ταπιάτι σ’;

Σύρω την τραγωδία μου
και απαροθυμώ σε
Ντό να ’φτάγω ο άχαρον
που πάντα αροθυμώ σε;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απαροθυμώαποβάλλω/ξεπερνάω τη νοσταλγία
αποθάνωπεθαίνω
αροθυμώνοσταλγώ
ατσ̌αΐπ’κονπερίεργο, εκκεντρικό, προκλητικό acayip/ʿacāʾib
ατσ̌άπ’άραγε, αναρωτιέμαι acep/ʿaceb
δα̤βαίν’(για τόπο) περνάει, διασχίζει, (για χρόνο) περνάει (γενικότερα) περνάει, παύει, τελειώνει διαβαίνω
δὲβαδιάβα, πέρασμα
δελι͜άουνπεριπλέκονται, μπερδεύονται, σκοντάφτουν θηλιάζω<θῆλυς
έν’είναι
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
έρ’ταιέρχεται
ινάτιγινάτι, πείσμα inat/ʿinād
κα’κάτω
κλίσ̌κεσαισκύβεις, κλίνεις
νουνίζωσκέφτομαι
ομμάτι͜αμάτια
ομοι͜άειςομοιάζεις, μοιάζεις
πετσ̌αρεύ’καταφέρνω/ει, αντιμετωπίζω/ει, τα βγάζω/ει πέρα becermek
πίντςπίνεις
ποδάρι͜απόδια
πορπατείπερπατάει
σ̌ασ̌ουρεμένοςσαστισμένος, που τα έχει χαμένα şaşırmak
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σείουντανσείονται
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τακάτιδύναμη, αντοχή takat/ṭāḳat
ταπιάτισυνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τερείκοιτάει
τραγωδίατραγούδι
τσ̌ιτσ̌έκ’λουλούδι çiçek
τσ̌οτίν’κονσκληρό, δύσκολο çetin
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χαντυλλιάουνγαργαλιούνται, μτφ. θαμπώνονται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απαροθυμώαποβάλλω/ξεπερνάω τη νοσταλγία
αποθάνωπεθαίνω
αροθυμώνοσταλγώ
ατσ̌αΐπ’κονπερίεργο, εκκεντρικό, προκλητικό acayip/ʿacāʾib
ατσ̌άπ’άραγε, αναρωτιέμαι acep/ʿaceb
δα̤βαίν’(για τόπο) περνάει, διασχίζει, (για χρόνο) περνάει (γενικότερα) περνάει, παύει, τελειώνει διαβαίνω
δὲβαδιάβα, πέρασμα
δελι͜άουνπεριπλέκονται, μπερδεύονται, σκοντάφτουν θηλιάζω<θῆλυς
έν’είναι
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
έρ’ταιέρχεται
ινάτιγινάτι, πείσμα inat/ʿinād
κα’κάτω
κλίσ̌κεσαισκύβεις, κλίνεις
νουνίζωσκέφτομαι
ομμάτι͜αμάτια
ομοι͜άειςομοιάζεις, μοιάζεις
πετσ̌αρεύ’καταφέρνω/ει, αντιμετωπίζω/ει, τα βγάζω/ει πέρα becermek
πίντςπίνεις
ποδάρι͜απόδια
πορπατείπερπατάει
σ̌ασ̌ουρεμένοςσαστισμένος, που τα έχει χαμένα şaşırmak
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σείουντανσείονται
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τακάτιδύναμη, αντοχή takat/ṭāḳat
ταπιάτισυνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τερείκοιτάει
τραγωδίατραγούδι
τσ̌ιτσ̌έκ’λουλούδι çiçek
τσ̌οτίν’κονσκληρό, δύσκολο çetin
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χαντυλλιάουνγαργαλιούνται, μτφ. θαμπώνονται
Πάντα αροθυμώ σε
Σημειώσεις
¹ Ορθότερη στην ποντιακή η χρήση του αμετάβ. «παλαλούσαι»=τρελαίνεσαι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr