.
.
Λαογραφικά των Κοτυώρων | Από τη ζωή του Πόντου

Μοιρολόγια - Δίστιχα

fullscreen
Αν αποθάνω θάψτε με
αφκά σα σταυροστράτα̤
Έρ’ται η κάλη μ’ και δα̤βαίν’,
το χώμαν γομών’ δά̤κρα̤

Αν αποθάνω θάψτε με
αφκά σ’ έναν δεντρόπον
Να ρούζ’ εβόραν σο ταφί μ’
κι ευτάει με σ̌ολικόπον

Αν αποθάνω θάψτε με,
σύρ’τε απάν’ ι-μ’ χώμαν
Αφήστε κι έναν παραθύρ’
να ’λέπω την τρυγόνα μ’

Αν αποθάνω θάψτε με
σ’ έναν ψηλόν ραχ̌όπον
Ν’ ακούω θάλασσας φωνήν
και κεμιτζ̌ή λαχόπον/
Ν’ ακούω τσ̌οπάν’ σ̌ύριγμαν
και γαβαλί’ λαλόπον
Κι όνταν περάν’ η μάνα μου
να βάλει το καντήλι,
όνταν περάν’ ο κύρης μου
να βάλει το φιτίλι
κι όνταν περάν’ αγάπη μου
ν’ ανάψει το καντήλι

Αν αποθάνω, μάνα μου,
θάψο με με τον φέγγον
’Μαράντα και τραντάφυλλα
σο κιφαλόπο μ’ θήκον

Αν αποθάνω, μάνα μου,
σον Άδ’ κι αν κατηβαίνω
Θα ’φτάγω τα παράπονα μ’,
έναν βραδήν ’κι μένω

Αν αποθάνω ξάι μη κλαις
και μη τρως την καρδία σ’
Κλάψο μ’ ατώρα ζωντανόν
και χτούπ’σον τα μαλλία σ’

Αν θέλετ’ ας μοιρολογώ
κι αν θέλετε ας κλαίγω
κι αν θέλετε τα τερτόπα μ’
απ’ έναν-έναν λέγω

Αντίκρυ στα ματάκια μου
στέκεις, παρηγοριά μου
Να σου μιλήσω δεν μπορώ
και καίετ’ η καρδιά μου

Αναστενάζω από καρδιάς
και κλαίγω πικραμένα
και λέγω πως εχάθηκε
κι ο θάνατος για μένα

Απόψ’ η νύχτα εδίπλασεν
κι ο φέγγον επιάστεν¹
Και της ορφανής το πουλίν
έξ’ επαραβραδά̤στεν

Αρνί μ’, απάν’ σον τάφο μου
χτίσον έναν οτόπον
Χτίσον α’ ολίγον τρανόν
να έ͜εις κι εσύ πα τόπον

Αρνί μ’, απάν’ σον τάφο μου
φύτεψον τσ̌ιτσ̌εκόπα
Να έρχ̌εσαι ποτί͜εις ατα
με τ’ εσά τα δα̤κρόπα

Άρχισε, γλώσσα μ’, άρχισε
και χείλι μου μελέτα
Κι εσύ καημένη μου καρδιά
όσα εξέρεις πες τα

Ας σα ποταμολάλλατσ̌α
να έν’ το μαξιλάρι μ’
Να κάθομαι και λέγω σε
ντ’ εδέβαν σο κιφάλι μ’

Ας ήξερα τον ποταμόν,
το πιο βαθύν αυλάκι
Εκεί που πλύνουν τες πληγές
και χάνουν το φαρμάκι

Αφήστε με να κρεμαστώ
στης λεμονιάς τον κλώνον
Να δείτε, να πιστέψετε, 
που ’χ’ η καρδιά μου πόνον

Αχ, ουρανέ, για πρόσταξον
να χάν’νταν τ’ αρρωστείας
Ας σοι πεκιάρτς κι ας σοι γαρίπ’ς
πη ζουν σα ξενιτείας

Αχ, ουρανέ παράκλητε,
κατέβα κάνε κρίσην
Εμένα το παιδάκι/μητέρα μου²
γιατί να με αφήσει;

Βάστα, καρδία μ’, βάσταξον
κι αν θέλεις κι αν δεν θέλεις
Όπως βαστούνε τα βουνά
την βαρυχ̌ειμωνίαν

Έβγα, ψυχή, απ’ το κορμί
γιατί ’σαι αμανάτι
Ο χάρος σου ετοίμασε
θανατικό κρεβάτι

Έι, ουρανέ, πατέρα μου,
και γη, μάνα γλυκιά μου
Άλλος κανείς να μην πάθει 
τα πάθη τα δικά μου

Η ξενιτιά κι η ορφανιά
κι η πίκρα κι η αγάπη
Ξενιτιά μ’/χάρε μου, να μη χαίρεσαι,
καλόν να μη ελέπεις,
που χώρισες αντρόγυνον
και σπλαγχνικά -ν- αδέλφια

Εφύτεψα βασιλικόν
κι η ρίζα του μυρίζει
Και ο δικός μου αδελφός
στην ξενιτιάν γυρίζει

Καρδιά με δώδεκα κλειδιά
γιατί ’σαι κλειδωμένη;
Άνοιξε, πες και γέλασε
πως ήσουν μαθημένη

Και πως ν’ ανοίξω να γελώ
που ’ν’ τα κλειδιά παρμένα
Κι αυτός που είχε τα κλειδιά
φεύγει μακριά στα ξένα

Καρδιά μου απαρ’γόρευτη
μόνη παρηγορήσου
Πολλές καρδιές τα πάθανε,
δεν είσαι μοναχή σου

Κι όλος ο κόσμος να το πει
κι ο βασιλιάς τ’ ορίζει
Δεσποτικός αφορισμός
που θα μας ξεχωρίζει

Κι όταν με κατεβάσουνε
νεκρόν κι από την σκάλα
Αν θέλτς σκοτού, νε μάνα μου,
αν θέλτς τον κόσμον χάλα

Κλαίω, κλαίουνε τα βουνά,
μοιρολογούν τα δάση
Κλαίω το κεφαλάκι μου
τί έχει να περάσει!

Λυπητερά-λυπητερά
πάω να σκάψω μνήμα
Να θάψω το κορμάκι μου,
Χάρε μ’, να έ͜εις το κρίμαν

Ξενιτιά, να μη χαίρεσαι,
να μη καλόν ελέπεις,
που ξενιτεύουν τα παιδιά
και κλαίνε οι μανάδες

Οπόταν παίρ’νε με και πάν’,
έβγα και φώναξέ με
Με δά̤κρα̤ και με στεναγμούς
αποχαιρέτηξέ με

Οπόταν σαβανά̤ζ’νε με
να λυπηθείς, να κλάψεις
Να κρού’ν τα λόγια μου σον νου σ’,
να βαρυαναστενάξεις

Οπόταν ταφιάζ’νε με
διέταξε, πουλί μου,
βαρύν χώμαν να μη σύρ’νε
επάνω στο κορμί μου
Τον τελευταίον ασπασμόν
δος με, κλάψε και φύγε

Σαράντα βρύσες με νερό
κι εξήντα δυο πηγάδια
δεν μου την σβήνουν την φωτιάν
που ’χω στα φυλλοκάρδια

Σ’ έναν δέντρον ακούμπησα
να πω τα βάσανά μου
Το δέντρον εμαράθηκεν
από τα δάκρυά μου

Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρη μέρα
Σήμερον ξεχωρίζεται
παιδίν απ’ την μητέρα/τον πατέρα

Τέρτι, να πάρω τα βουνά,
τον ήλιο ν’ ακλουθήσω
Να πά’ να βρω την τύχη μου,
να την πετροβολήσω

Τέσσερα φύλλα έχ’ η καρδιά,
τα δυο τα ’χεις παρμένα
Και τ’ άλλα δυο που μ’ άφησες
κι εκείνα μαραμένα

Τύχη μου ακατάστατη,
σφαίρα καταραμένη
Σε όλους είσαι ευτυχής,
σ’ εμέ δυστυχισμένη
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
απάν’πάνω
αποθάνωπεθαίνω
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατααυτά
ατώρατώρα
αφκάκάτω
βαρυχ̌ειμωνίανβαρυχειμωνιά
βάσταξον(προστ.) βάσταξε, άντεξε, κράτα
βραδήνβράδυ
γαβαλί’φλογέρας kaval/ḳawwāl
γομών’γεμίζω/ει
δα̤βαίν’(για τόπο) περνάει, διασχίζει, (για χρόνο) περνάει (γενικότερα) περνάει, παύει, τελειώνει διαβαίνω
δά̤κρα̤δάκρυα
δα̤κρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δεντρόπονδεντράκι
δοςδώσε
έ͜ειςέχεις
έβγα(προστ.) βγες
εβόρανσκιά
εδέβαν(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν, (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
εδίπλασεν(αμεταβ.) διπλασιάστηκε, (μεταβ.) διπλασίασε
έν’είναι
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
επαραβραδά̤στενπαραβραδιάστηκε
επιάστενπιάστηκε
έρ’ταιέρχεται
εσάδικά σου/σας
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
θέλτςθέλεις
θήκον(προστ.) θέσε, τοποθέτησε, βάλε
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
κατηβαίνωκατεβαίνω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κιφαλόποκεφαλάκι
κλάψο(προστ.) κλάψε
κρού’νχτυπούν κρούω
λαλόπονλαλιά, φωνή
’λέπω(ελέπω) βλέπω
ξάικαθόλου
ολίγονλίγο
όντανόταν
όσαόσες φορές
οτόπονδωματιάκι oda + -όπον
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’νεπαίρνουν
Παράκλητεπροσωνυμία του Iησού Xριστού και του Aγίου Πνεύματος στην K. Διαθήκη παράκλητος=συνήγορος
πεκιάρτςεργένης, (αιτ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
περάν’περνάω/ει
πηπου
ποταμολάλλατσ̌αποταμόπετρες λάλλη=βότσαλο
ποτί͜ειςποτίζεις, δίνεις σε κπ να πιει
ραχ̌όπονραχούλα, μικρό βουνό
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
σκάλακλίμακα, σκάλα, αποβάθρα λιμανιού, το μέρος μεταξύ των ποδιών της περισκελίδας προς την βουβωνική περιοχή (προσομοιάζει την κορυφή σκάλας προς το κεφαλόσκαλο), ειδικό εξάρτημα της παγίδας πουλιών scala<scando
σκοτούσκοτώσου (προστ.)
σοιστους/στις, τους/τις
σ̌ολικόπονχαρά, ψυχαγωγία, αυτό που δίνει χαρά şenlik + -όπο (υποκορ.)
σταυροστράτα̤σταυροδρόμια
σ̌ύριγμανσφύριγμα σῦριγξ
σύρ’νεσέρνουν, τραβούν, ρίχνουν
σύρ’τε(προστ.) σύρετε, τραβήξτε, ρίξτε
ταφίτάφο
τέρτικαημός, βάσανο, στενοχώρια dert
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τραντάφυλλατριαντάφυλλα
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ̌ιτσ̌εκόπαλουλουδάκια çiçek
τσ̌οπάν’τσομπάνηδες, βοσκοί, (γεν.) τσομπάνων çoban/çūbān, şūbān
φέγγονφεγγάρι
φιτίλιεύφλεκτο νήμα από διάφορα υλικά, για να ανάβει κερί, καντήλι fitil/fetīl
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
φύτεψον(προστ.) φύτεψε
χάλα(προστ.) χάλασε, χώσε το χέρι σου
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
χτίσον(προστ.) χτίσε, φτιάξε
χτούπ’σον(προστ.) μάδησε, ξεμάλλιασε εκτοπίζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
απάν’πάνω
αποθάνωπεθαίνω
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατααυτά
ατώρατώρα
αφκάκάτω
βαρυχ̌ειμωνίανβαρυχειμωνιά
βάσταξον(προστ.) βάσταξε, άντεξε, κράτα
βραδήνβράδυ
γαβαλί’φλογέρας kaval/ḳawwāl
γομών’γεμίζω/ει
δα̤βαίν’(για τόπο) περνάει, διασχίζει, (για χρόνο) περνάει (γενικότερα) περνάει, παύει, τελειώνει διαβαίνω
δά̤κρα̤δάκρυα
δα̤κρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δεντρόπονδεντράκι
δοςδώσε
έ͜ειςέχεις
έβγα(προστ.) βγες
εβόρανσκιά
εδέβαν(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν, (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
εδίπλασεν(αμεταβ.) διπλασιάστηκε, (μεταβ.) διπλασίασε
έν’είναι
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
επαραβραδά̤στενπαραβραδιάστηκε
επιάστενπιάστηκε
έρ’ταιέρχεται
εσάδικά σου/σας
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
θέλτςθέλεις
θήκον(προστ.) θέσε, τοποθέτησε, βάλε
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
κατηβαίνωκατεβαίνω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κιφαλόποκεφαλάκι
κλάψο(προστ.) κλάψε
κρού’νχτυπούν κρούω
λαλόπονλαλιά, φωνή
’λέπω(ελέπω) βλέπω
ξάικαθόλου
ολίγονλίγο
όντανόταν
όσαόσες φορές
οτόπονδωματιάκι oda + -όπον
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’νεπαίρνουν
Παράκλητεπροσωνυμία του Iησού Xριστού και του Aγίου Πνεύματος στην K. Διαθήκη παράκλητος=συνήγορος
πεκιάρτςεργένης, (αιτ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
περάν’περνάω/ει
πηπου
ποταμολάλλατσ̌αποταμόπετρες λάλλη=βότσαλο
ποτί͜ειςποτίζεις, δίνεις σε κπ να πιει
ραχ̌όπονραχούλα, μικρό βουνό
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
σκάλακλίμακα, σκάλα, αποβάθρα λιμανιού, το μέρος μεταξύ των ποδιών της περισκελίδας προς την βουβωνική περιοχή (προσομοιάζει την κορυφή σκάλας προς το κεφαλόσκαλο), ειδικό εξάρτημα της παγίδας πουλιών scala<scando
σκοτούσκοτώσου (προστ.)
σοιστους/στις, τους/τις
σ̌ολικόπονχαρά, ψυχαγωγία, αυτό που δίνει χαρά şenlik + -όπο (υποκορ.)
σταυροστράτα̤σταυροδρόμια
σ̌ύριγμανσφύριγμα σῦριγξ
σύρ’νεσέρνουν, τραβούν, ρίχνουν
σύρ’τε(προστ.) σύρετε, τραβήξτε, ρίξτε
ταφίτάφο
τέρτικαημός, βάσανο, στενοχώρια dert
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τραντάφυλλατριαντάφυλλα
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ̌ιτσ̌εκόπαλουλουδάκια çiçek
τσ̌οπάν’τσομπάνηδες, βοσκοί, (γεν.) τσομπάνων çoban/çūbān, şūbān
φέγγονφεγγάρι
φιτίλιεύφλεκτο νήμα από διάφορα υλικά, για να ανάβει κερί, καντήλι fitil/fetīl
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
φύτεψον(προστ.) φύτεψε
χάλα(προστ.) χάλασε, χώσε το χέρι σου
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
χτίσον(προστ.) χτίσε, φτιάξε
χτούπ’σον(προστ.) μάδησε, ξεμάλλιασε εκτοπίζω
Σημειώσεις
¹ ο φέγγον επιάστεν: το φεγγάρι υπέστη έκλειψη
² εδώ ο εκάστοτε τραγουδιστής/τραγουδίστρια αλλάζει το πρόσωπο κατά περίσταση

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr