Χαριτωμένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω Εγώ τους λέω «δεν μπορώ» κι εκείν’ με λέν’ «τραγούδα» Τραβάτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω Να πω τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο Άνοιξε, θλιβερή καρδιά και πικραμένα χείλη Άνοιξε, πες μας τίποτε και παρηγόρησέ μας Παρηγοριά είν’ ο θάνατος ’λεημοσύνη ο Χάρος Κι ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν παίρνει Χωρίς την μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα Χωρίζονται τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα Ανάθεμά σε, ξενιτιά και όλα τα καλά σου Παιδιά τες μάνες λησμονούν κι οι άντρες τες γυναίκες Μένουν τα σπίτια έρημα κι οι αυλιές χορταριασμένες
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
|---|---|---|---|
| είν’ | (για πληθ.) είναι | ||
| εκείν’ | εκείνοι/α |
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλ. |
|---|---|---|---|
| είν’ | (για πληθ.) είναι | ||
| εκείν’ | εκείνοι/α |
Το τραγούδι καταγράφηκε από την Ασπασία Κ. Φιλιππίδου, κάτοικο Παλαιών Σφαγείων Αθηνών, η οποία το απήγγειλε στον Γεώργιο Βαλαβάνη. Σύμφωνα με την ίδια, το μοιρολόι αυτό ήταν πολύ παλιό και τραγουδιόταν πάντοτε στους θανάτους στην Κερασούντα. Όσον αφορά τους στίχους, αποτελούν έναν συμφυρμό διαφόρων τραγουδιών.
