Τι μεγάλη δυστυχία, δεν είναι ελπίς καμία ήλθε πάλιν τώρα η φριχτή η ώρα, που θα μακρυνθούμε και θα χωρισθούμε στο καλό, πουλί μου, στο καλό Το καράβι ετοιμασμένο, εμπροστά μας αραγμένο άλλον δεν προσμένει δια να πηγαίνει παρά μόν’ εμένα, να βγ’ απ’ τον λιμένα στο καλό, πουλί μου, στο καλό Παλληκάρια μην τραβάτε, τα κουπιά σας μην χτυπάτε να γυρίσω πίσω, ν’ αποχαιρετήσω [...] στο καλό, πουλί μου, στο καλό Κι άλλη μια να σε φιλήσω, πριν στην βάρκα να πατήσω [...] [...] στο καλό, πουλί μου, στο καλό/ τι κακό όταν το θυμηθώ
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
|---|---|---|---|
| εμπροστά | μπροστά, πρωτύτερα | ||
| παρά | λεφτά, το χρήμα | para/pāre |
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλ. |
|---|---|---|---|
| εμπροστά | μπροστά, πρωτύτερα | ||
| παρά | λεφτά, το χρήμα | para/pāre |
Σύμφωνα με τον Βαλαβάνη, το συγκεκριμένο τραγούδι δεν ανήκει στην παλαιά παράδοση, αλλά στη νεότερη εποχή, και τραγουδιόταν ως μοιρολόι. Ωστόσο, επειδή ήταν ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια που χρησιμοποιούσαν συγγενείς και φίλοι για να αποχαιρετήσουν τον εκλιπόντα, επέλεξε ο Βαλαβάνης να το καταχωρήσει. Στην Κερασούντα, και συγκεκριμένα στη συνοικία Κόκαρη, ζούσε η Ζεφύρα, μια επαγγελματίας μοιρολογίστρα. Ξεχώριζε για την ικανότητά της να δημιουργεί αυτοσχέδια δίστιχα, προσαρμοσμένα στον κάθε νεκρό, κάτι που της χάρισε μεγάλη φήμη. Κατάφερνε, μάλιστα, να κλαίει με απόλυτη διακριτικότητα, δίνοντας την εντύπωση πως θρηνούσε πραγματικά, γεγονός που την καθιστούσε απαραίτητη παρουσία σε κάθε κηδεία.
