.
.
Λαογραφικά Κερασούντος

Σαράντα κάτεργα είμαστεν

fullscreen
Σαράντα κάτεργα είμαστεν
κι εξήντα δυο φεργάδες¹
Είχαμε σκλάβους περισσούς
στα κάτεργα βαλμένους
Στα σίδερα, στις αλυσιές
και στα βαριά τα έργα
Κι ο σκλάβος αναστέναξεν
κι εστάθεν η φεργάδα
Κι ο καπετάνος φώναξεν²
κι ο καπετάνος λέει:
-Ποιος ήταν π’ αναστέναξε
κι εστάθεν η φεργάδα;
Κι αν είναι απ’ τους δούλους μου
διπλόν μισθόν να δώσω
Κι αν είναι απ’ τους σκλάβους μου
ελευθεριάν να δώσω
-Εγώ ’μουν π’ ανεστέναξα
κι εστάθεν η φεργάδα
-Σκλάβε μ’, πεινάς, σκλάβε μ’, διψάς
σκλάβε μ’, ρούχα σου λείπουν;
-Μουδέ πεινώ, μουδέ διψώ,
μουδέ ρούχα μου λείπουν
Τριών μηνών γαμπρός ήμουν,
δώδεκα χρόνους σκλάβους
Σήμερα την αγάπη μου
άλλοι την ευλογούνε
Τώρα τα σπίτια μου πουλούν,
τ’ αμπέλια μου μοιράζουν
-Τραγούδησε, βρε σκλάβε μου,
να σε ελευθερώσω
-Πολλές φορές τραγούδησα
και λευτεριά δεν ηύρα
Κι αν είναι για την λευτεριά,
πάλιν ας τραγουδήσω
Για φέρτε με την λύρα μου
και το χρυσόν βιολί μου
Να το βαρέσω θλιβερά
και ν’ ακουσθούν οι καημοί μου
Να κάψω νιους, να κάψω νιες
στου Μπέη την αρμάδα
Κι ο σκλάβος λευτερώθηκε,
στον δρόμον του πηγαίνει
Στον δρόμον όπου πήγαινε,
στην στράτα που διαβαίνει
-Σον Θι͜ο σ’, σον Θο σ’, νε γέροντα!
-Καλώς το παλληκάριν!
-Ποιανού ’ν’ τ’ αμπέλια που κόφτεις
τ’ αμπέλια που κλαδεύεις;
-Τα έρημα, τα σκοτεινά
του γιου μου του Γιαννάκη
Τρί’ ημερών γαμπρός έτουν,
δώδεκα χρόνια σκλάβος
Σήμερα την αγάπην του
άλλοι την ευλογούνε
Τώρα τα σπίτια του πουλούν
τ’ αμπέλια του μοιράζουν
-Σον Θι͜ο σ’, σον Θι͜ο σ’, νε γέροντα
σώνω κι εγώ στον γάμο;
-Σαν είναι ο μαύρος δυνατός,
σώνεις κι εσύ στον γάμο
Κι ο μαύρος εχλιμίτιξεν,
αφρίζει και πηγαίνει
Στον δρόμον όπου πήγαινε,
στην στράτα που διαβαίνει
Λάχει εκεί καλογριά
που πλύνει, που ασπρίζει
-Σον Θι͜ο σ’, σον Θι͜ο σ’, καλόγρια!
-Καλώς το παλληκάρι!
-Ποιανού ’ν’ τα ρούχα που πλύνεις
που πλύνεις, που ασπρίζεις
-Τα έρημα, τα σκοτεινά
του γιου μου του Γιαννάκη
-Σον Θι͜ο σ’, σον Θι͜ο σ’, καλόγρια
σώνω κι εγώ στον γάμο;
Στην εκκλησιά σαν έφθασε
στης εκκλησιάς την πόρτα
Κι ο μαύρος εχλιμίτιξεν
έξω από την πόρτα
Κι η νύφη τότε μίλησε
και του παπά του λέγει:
-Παπά, κλείσε τα στέφανα
και κλώσε την αγιά σου
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
εστάθενστάθηκε, σταμάτησε
έτουνήταν
εχλιμίτιξενχλιμίντρισε
ηύραβρήκα
μουδέμήτε
τρί’τρεις
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
εστάθενστάθηκε, σταμάτησε
έτουνήταν
εχλιμίτιξενχλιμίντρισε
ηύραβρήκα
μουδέμήτε
τρί’τρεις
Σημειώσεις
Το τραγούδι καταγράφηκε από τον Ελευθέριο Δ. Ελευθεριάδη και κάποιους στίχους συμπλήρωσε η Αντιγόνη Καλπίδου, κάτοικοι Καλλιθέας Αθηνών, οι οποίοι το απήγγειλαν στον Γεώργιο Βαλαβάνη.

Πρόκειται για παραλλαγή της πολύ γνωστής παραλογής σε όλο τον ελληνικό κόσμο «Ο σκλάβος».

¹ φρεγάτες/φρεγάτα (ιταλ. fregata): τρικάταρτο ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο
² Κατά τον Ιωάννη Λεπτουργό, ο οποίος άκουσε το τραγούδι πολλές φορές από τον πατέρα του Μιλτιάδη, στο συγκεκριμένο στίχο τραγουδά: «Βασιλοπούλα φώναξεν από ψηλόν παλάτιν, ποιος ήταν π’ αναστέναξεν κι εστάθεν η φεργάδα.»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr