Στρατιώτας και πραματευτής εντάμαν τρών’ και πίνουν Κι εντάμαν τρών’ και πίνουνε κι εντάμαν ξεφαντώνουν Κι εντάμαν δέν’ν’ τους μαύρους των σ’ ένα ταβλά δεμένους -Σο Θι͜ο σ’, σο Θι͜ο σ’, πραματευτή πες μας κι ένα τραγώδι! -Και ποιό τραγώδι να σ’ ειπώ, στρατιώτα μ’, να σ’ αρέσει; Κι εγώ πολλές εφίλησα νέες και παντρεμένες Και καλογριές και παπαδιές κι απάρθενα κοράσια Σαν της Σαμάρειας την φιλήν γλυκύτερον δεν ηύρα -Και ποια Σαμάρεια είν’ αυτή και ποια Σαμαρειοπούλα; -Σαμάρεια μ’, απ’ το Γαλατά Σαμάρεια μ’, απ’ την Πόλην Σεράντα της δώσα το πρωί τόσα το μεσημέρι Κι άλλα εξήντα δυο φλουριά στην κλίνην π’ εκοιμέθα Βιτζιά δίνει τον μαύρον του στο σπίτι του πηγαίνει
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
|---|---|---|---|
| είν’ | (για πληθ.) είναι | ||
| εκοιμέθα | κοιμήθηκα | ||
| εντάμαν | μαζί | ||
| ηύρα | βρήκα | ||
| σεράντα | σαράντα | ||
| φιλήν | φίλημα |
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλ. |
|---|---|---|---|
| είν’ | (για πληθ.) είναι | ||
| εκοιμέθα | κοιμήθηκα | ||
| εντάμαν | μαζί | ||
| ηύρα | βρήκα | ||
| σεράντα | σαράντα | ||
| φιλήν | φίλημα |
Το τραγούδι κατέγραψε ο Γεώργιος Βαλαβάνης από τη μητέρα του, που τότε ήταν 80 ετών. Μια δεύτερη παραλλαγή του κατέγραψε στην Καλλιθέα Αθηνών από τον Ελευθέριο Δ. Ελευθεριάδη, όπου ο στίχος «Σαμάρεια μ’, απ’ το Γαλατά, Σαμάρεια μ’, απ’ την Πόλην» διαφοροποιείται σε «Σαμάρεια μ’ και Σαμαρειανή από την Σαλονίκην». Η μελωδία του τραγουδιού είναι αργή και πένθιμη, με τη θρηνητική χροιά ενός μοιρολογιού. Συνήθιζαν να το τραγουδούν στις οικογενειακές και φιλικές συντροφιές, στις μεγάλες νύχτες του χειμώνα.
