Μηλίτζα μ’, που ’σαι στον κρεμόν, τα μήλα φορτωμένη Τα μήλα σου [γιαρ, αμάν αμάν] τα μήλα σου λιμπίστηκα μα τον κρεμόν φοβούμαι Μα σαν φοβά- [γιαρ, αμάν αμάν] μα σαν φοβάσαι τον κρεμόν, έλα το μονοπάτι Το μονοπά- [γιαρ, αμάν αμάν] το μονοπάτι μ’ έβγαλε σε μια μικρή ’κλησίτζα Βρίσκω ’να μνή- [γιαρ, αμάν αμάν] βρίσκω ’να μνήμα που βογγά και βαριαναστενάζει Ντ’ έχεις μωρ’ μνή- [γιαρ, αμάν αμάν] ντ’ έχεις μωρ’ μνήμα και βογγάς και βαριαναστενάζεις; Γιάμ’ είν’ το χώ- [γιαρ, αμάν αμάν] γιάμ’ είν’ το χώμα σου βαρύ κι η πέτρα σου μεγάλη; Δεν είν’ το χώ- [γιαρ, αμάν αμάν] δεν είν’ το χώμα μου βαρύ κι η πέτρα μου μεγάλη Μόν’ ήλθες και [γιαρ, αμάν αμάν] μόν’ ήλθες και με πάτησες απάν’ απ’ το κεφάλι Μήπως δεν ή- [γιαρ, αμάν αμάν] μήπως δεν ήμουνα κι εγώ σαν όλους παλληκάρι; Μήπως δεν έ- [γιαρ, αμάν αμάν] μήπως δεν επερπάτησα νύχτα με το φεγγάρι;
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
|---|---|---|---|
| απάν’ | πάνω | ||
| γιάμ’ | μήπως, ή μη | ya/yā + μη | |
| γιαρ | αγαπητός/ή/ό, αγάπη | yâr | |
| είν’ | (για πληθ.) είναι | ||
| κρεμόν | γκρεμό | ||
| φοβούμαι | φοβάμαι |
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλ. |
|---|---|---|---|
| απάν’ | πάνω | ||
| γιάμ’ | μήπως, ή μη | ya/yā + μη | |
| γιαρ | αγαπητός/ή/ό, αγάπη | yâr | |
| είν’ | (για πληθ.) είναι | ||
| κρεμόν | γκρεμό | ||
| φοβούμαι | φοβάμαι |
Το τραγούδι καταγράφηκε από την Ανθή Καναρίδου, κάτοικο Καλλιθέας Αθηνών, η οποία το απήγγειλε στον Γεώργιο Βαλαβάνη. Πρόκειται για γνωστή παραλλαγή της πανελλήνιας παραλογής «Μηλίτσα, που ’σαι στο γκρεμό». Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν διάλογο ανάμεσα σε έναν διαβάτη και το νεκρό παλληκάρι, του οποίου τον τάφο πατά άθελά του. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, το τραγούδι αυτό αποδίδεται με ρυθμό που επιτρέπει να χορευτεί. Αντίθετα, στην κερασουντέικη παραλλαγή, που τραγουδιόταν στις οικογενειακές συγκεντρώσεις τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα, ερμηνεύεται ως μοιρολόι, με αργή και βαριά μελωδία, υπογραμμίζοντας το πένθιμο και δραματικό του περιεχόμενο.
