Ακούσατε [μωρέ Μυρώ μ’] τι γένηκε φέτο το καλοκαίρι Γενήκε [αχ, μωρέ Μυρώ μ’] ’νας πόλεμος Γενήκε [αχ, μωρέ Μυρώ μ’] ’νας πόλεμος κι ένα βαρύ νιζάμι Πήραν τα κα- μωρέ, τα κάστρα του Μοριά Πήραν τα κα- μωρέ, τα κάστρα του Μοριά πήραν και τα δερβένια Πήραν και τρεις - μωρέ, και τρεις χανούμισσες Πήραν και τρεις [μωρέ Μυρώ μ’] και τρεις χανούμισσες και τρεις αρχοντοπούλες Η μια κλαίει [μωρέ Μυρώ μ’] τον άντρα της Η μια κλαίει [μωρέ Μυρώ μ’] τον άντρα της κι άλλη τον αδελφόν της Κι η τρίτος η [μωρέ Μυρώ μ’] ’μορφύτερη Κι η τρίτος η [μωρέ Μυρώ μ’] ’μορφύτερη κλαίει τον Κιαμήλ μπέη Σαν τ’ άκουσε [μωρέ Μυρώ μ’] Κιαμήλ μπέης Σαν τ’ άκουσε [μωρέ Μυρώ μ’] Κιαμήλ μπέης πολύ του κακοφάνη Σύρ’ απ’ την τα- μωρέ, την τάβλα τ’ άλογο Σύρ’ απ’ την τα- μωρέ, την τάβλα τ’ άλογο πάει να το καλιβώσει Βάλ’ ασημέ- μωρ’, ασημένια πέταλα Βάλ’ ασημέ- μωρ’, ασημένια πέταλα καρφιά μαλαματένια Βάλει την σέ- μωρέ, την σέλα την χρυσή Βάλει την σέ- μωρέ, την σέλα την χρυσή την σουρμακεντημένη Καβάλησε [μωρέ Μυρώ μ’] Κιαμήλ μπέης Καβάλησε [μωρέ Μυρώ μ’] Κιαμήλ μπέης πάει να πολεμήσει Στον δρόμο, δρο- [μωρέ Μυρώ μ’] που πήγαινε Στον δρο- μωρέ, στον δρόμον όπου πήγαινε κλὲφτες τον απαντούνε Τρία βὸλια [μωρέ Μυρώ μ’] του ρίχνουνε Τρία βὸλια [μωρέ Μυρώ μ’] του ρίχνουνε πικρά φαρμακωμένα Το ’να τον βρι- μωρέ, τον βρίσκει στα στηθιά Το ’να τον βρι- μωρέ, τον βρίσκει στα στηθιά τ’ άλλο στην κεφαλή του Το τρι- μωρέ, το τρίτο το φαρμακερό Το τρι- μωρέ, το τρίτο το φαρμακερό τον ηύρε στην καρδιά του
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
|---|---|---|---|
| απαντούνε | συναντούν | ||
| ηύρε | βρήκε | ||
| νιζάμι | καθεστώς, σύστημα, (οθωμ.περ.) στρατιωτικό σώμα | nizam/niẓām | |
| σύρ’ | σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει |
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλ. |
|---|---|---|---|
| απαντούνε | συναντούν | ||
| ηύρε | βρήκε | ||
| νιζάμι | καθεστώς, σύστημα, (οθωμ.περ.) στρατιωτικό σώμα | nizam/niẓām | |
| σύρ’ | σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει |
Το τραγούδι καταγράφηκε από τον Κακούλη Π. Κακούλη κάτοικο Καλλιθέας Αθηνών, ο οποίος το απήγγειλε στον Γεώργιο Βαλαβάνη. Όπως ανέφερε ο ίδιος ο Κακούλης, αν και το τραγούδι είναι γνωστό κλέφτικο άσμα του Μοριά, κάθε φορά που το τραγουδούσε στην Ελλάδα προκαλούσε εντύπωση, τόσο με τους στίχους όσο και με τη μελωδία του. Ο Βαλαβάνης, θυμούμενος την πατρίδα του, την Κερασούντα, γράφει χαρακτηριστικά: «Ενθυμούμαι ότι μικροί, κολυμπώντες στα ωραία ακρογιάλια της δυστυχισμένης πατρίδος μας Κερασούντος, εντρυφούσαμε στην απόλαυση αυτή των εθνικών τραγουδιών της μεγάλης και δοξασμένης Ελλάδας μας σε έκσταση ιεράς και ανείπωτης συγκινήσεως». Το θέμα του τραγουδιού αφορά τον Κιαμήλ μπέη, μια σημαντική μορφή της προεπαναστατικής Πελοποννήσου. Ο Κιαμήλ, Οθωμανός άρχοντας της Κορίνθου και ένας από τους πλουσιότερους αγάδες της περιοχής, βρέθηκε σε δύσκολη θέση όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση. Ενώ βρισκόταν στην Τριπολιτσά μαζί με άλλους Τούρκους αξιωματούχους, οι Έλληνες επαναστάτες κατέλαβαν την Κόρινθο και πολιόρκησαν τον Ακροκόρινθο, όπου είχαν καταφύγει η γυναίκα, η μητέρα του και άλλοι επιφανείς Τούρκοι της πόλης. Ο Κιαμήλ μπέης συνελήφθη και κρατήθηκε ζωντανός, καθώς οι Έλληνες πίστευαν ότι θα τους αποκάλυπτε το σημείο όπου είχε κρύψει τον θησαυρό του - μια αμύθητη περιουσία που, αν έπεφτε στα χέρια τους, θα μπορούσε να ενισχύσει καθοριστικά τον αγώνα στην Πελοπόννησο. Παρά τις πιέσεις, ο Κιαμήλ αρνήθηκε να αποκαλύψει την κρυψώνα και τελικά εκτελέστηκε με δύο πυροβολισμούς. Αργότερα, όταν ο Δράμαλης πραγματοποίησε τη γνωστή του εκστρατεία στην Πελοπόννησο, παντρεύτηκε τη χήρα του Κιαμήλ. Εκείνη, γνωρίζοντας το μυστικό, του υπέδειξε το σημείο όπου ήταν θαμμένος ο θησαυρός.
