
Χάραξεν η Ανατολή κοκκίνησεν η Δύσις Πάν’ τα πουλάκια στην βοσκήν κι οι λυγεροί στην βρύσην Παίρνω κι εγώ τον μαύρο μου πάγω να τον κεράσω Βρίσκω μιαν κόρην π’ έπλυνεν σε μαρμαρένιαν βρύσην Λίγο νερόν της γύρεψα να πιω κι εγώ ο καημένος Σαράντα τάσια μ’ έδωσε τα μάτια της δεν είδα Κι απάνω στα σαρανταδυό και στα σαρανταπέντε Βλέπω την κόρην π’ έκλαιγε και βαριαναστενάζει -Τ’ έχεις κόρη μ’ και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις; -Άντραν έχω στην ξενιτει͜άν και λείπει χρόνους δέκα Και άλλα δυο τον καρτερώ και τρεις τον απαντέχω Καλόγρια θε να γενώ να σώσω την ψυχήν μου! -Κόρη μ’, άντρα σ’ επέθανεν στης Πόλης τ’ αργαστέρια Τα ρούχα του στην εκκλησιάν τ’ άσπρα στο μοναστήριν Εδάνεισά τον και κερίν ήλθα να μου πληρώσεις -Σαν τον εδάνεισες κερίν έλα να σε πληρώσω -Εδάνεισά τον και πανίν ήλθα να μου πληρώσεις -Σαν τον εδάνεισες πανίν έλα να σε πληρώσω -Εδάνεισά τον και φιλήν ήλθα να μου πληρώσεις -Σαν τον εδάνεισες φιλήν σύρε να σε πληρώσει -Κόρη μ’, άντρας σ’ εγώ είμαι, εγώ ’μαι κι ο καλός σου -Αν είσαι εσύ ο άντρας μου κι αν είσαι κι ο καλός μου πες μου σημάδια της αυλής, ν’ ανοίξω να σε πάρω -Ελιάν έχεις στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλιά σου Φέρει σταφύλι ροζακί και το κρασίν μοσχάτο -Ξένε μ’, αυτά που μου τα λες κι η γειτονιά τα λέγει· Πες μου σημάδια του σπιτιού, ν’ ανοίξω να σε πάρω -Χρυσή καντήλα κρέμεται στη μέση του σπιτιού σου Ανάπτεις και στολίζεσαι και στην εκκλησιά πηγαίνεις -Ξένε μ’, κι αυτά που ξέρετεν η γειτονιά τα λέγει Πες μου σημάδια του κορμιού, ν’ ανοίξω να σε πάρω -Ελιάν έχεις στο μάγουλον, ελιάν στην αμασκάλη Κι ανάμεσα στα δυο στηθιά σ’ άστρι με το φεγγάρι -Ξένε μ’, εσύ ’σαι ο άντρας μου εσύ ’σαι κι ο καλός μου!
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
|---|---|---|---|
| αργαστέρια | εργαστήρια, αργαλειοί | ||
| επέθανεν | πέθανε | ||
| φιλήν | φίλημα |
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλ. |
|---|---|---|---|
| αργαστέρια | εργαστήρια, αργαλειοί | ||
| επέθανεν | πέθανε | ||
| φιλήν | φίλημα |

Το τραγούδι τιτλοφορείται από μερικούς Κερασούντιους, όπως η Φιφή Γ. Γρηγοριάδου, ως «Το τραγούδι της Πηνελόπης». Πρόκειται για τραγούδι πολύ γνωστό και πέρα από τα όρια της Κερασούντας, το οποίο συναντάται τόσο σε άλλες παραλιακές πόλεις του Πόντου όσο και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο με θέμα τον γυρισμό του ξενιτεμένου. Ωστόσο, στην Κερασούντα αποκτά ειδική σημασία, καθώς εντάσσεται στον κύκλο των γαμήλιων ασμάτων και λειτουργεί ως τελική σφραγίδα του γάμου. Το τραγουδούν περίπου στα μεσάνυχτα, στο σπίτι του γαμπρού, σε μια τελετουργική στιγμή ιδιαίτερης συναισθηματικής φόρτισης: «σ’κώνουν την νύφεν σο πουδάριν», τη στήνουν δηλαδή ψηλά, σε ένα βάθρο ή σκαλί. Εκεί προσέρχονται ο πεθερός και η πεθερά, για να της προσφέρουν το «χάρισμαν» – τα γαμήλια δώρα, ενώπιον όλων των συγγενών και καλεσμένων. Προς τα ξημερώματα, το τραγούδι μπορεί να ακουστεί ξανά, ως επίλογος της γιορτής και σιωπηλό σύνθημα ότι η τελετή ολοκληρώνεται, και ήρθε η ώρα για τους καλεσμένους να αποχωρήσουν. Είναι μάλιστα το μοναδικό τραγούδι του γάμου που τραγουδιέται συλλογικά από όλους τους παρευρισκόμενους μαζί, χωρίς τη διάκριση σε δύο χορούς - στοιχείο που υπογραμμίζει τη συμβολική του βαρύτητα και τον ρόλο του ως ύστατου συνδετικού κρίκου ανάμεσα στο ατομικό βίωμα και τη συλλογική ευχή. Τα τελευταία πριν το 1922 χρόνια, τραγουδιόταν και συνοδεία οργάνων (βιολί, κλαρίνο και ντέφι).
