.
.
Λαογραφικά Κερασούντος

Τα περιστέρια πετούσαν χαμηλά

fullscreen
Τα περιστέρια πετούσαν 
[χαμηλά, περδικούλα μου]
στους ουρανούς κι απάνω
[λάμπεις, γαμπρέ μου, λάμπεις]

Λάμπεις κι ολολορίζεις¹
και πολλές καρδιές μαραίνεις

Έσεισεν τ’ έναν το φτερόν 
[χαμηλά, περδικούλα μου]
κι ερράγεν το φτερόν της
[λάμπεις, νύφε μου, λάμπεις]

Λάμπεις κι ολολορίζεις
και πολλές καρδιές μαραίνεις

Έσεισεν τ’ άλλο το φτερόν 
[χαμηλά, περδικούλα μου]
χαρτίν είχ̌εν γραμμένον
[λάμπεις, γαμπρέ μου, λάμπεις]

Λάμπεις κι ολολορίζεις
και πολλές καρδιές μαραίνεις
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ερράγενράγισε
νύφενύφη
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ερράγενράγισε
νύφενύφη
Σημειώσεις
Το τραγούδι ανήκει στα γαμήλια τραγούδια που συνοδεύουν τον χορό «κοτσαγγέλι», σε κυκλική, αργή και τελετουργική μορφή. Ακουγόταν στο σπίτι του γαμπρού, μετά το στεφάνωμα, όταν οι νεόνυμφοι έμπαιναν στον χορό, πλαισιωμένοι από συγγενείς και φίλους. Δύο ομάδες χορευτών και τραγουδιστών εναλλάσσονταν στην απόδοση των στίχων: η πρώτη τραγουδούσε τον πρώτο στίχο και η δεύτερη τον επαναλάμβανε.

Πολλές φορές, κι αφού τελείωνε το τραγούδι, επαναλάμβαναν τους πρώτους στίχους παραλλαγμένους ως εξής:

Τα περιστέρια πετούσαν
[χαμηλά περδικούλα μου]
Στους ουρανούς κι απάνω
[λάμπεις, κουμπάρε, λάμπεις]

¹ ολολορίζεις: Σύμφωνα με τον Βαλαβάνη, η λέξη δε χρησιμοποιούνταν στο ιδίωμα της Κερασούντας και ο ίδιος δε μπόρεσε να εντοπίσει την ετυμολογία της. Σημειώνει ωστόσο πως πολλές φορές οι τραγουδιστές την πρόφεραν και ως «λοϊλορίζεις». Η λέξη αυτή εντοπίζεται σε διάφορα γλωσσικά ιδιώματα της ηπειρωτικής Ελλάδας ως λάμπω, ακτινοβολώ. Ίσως να προέρχεται από την αρχαία ελληνική, όπου το ρήμα «ὀλολύζω» σημαίνει κραυγάζω δυνατά, θρηνώ ή ζητωκραυγάζω με έντονη φωνή, συχνά σε θρησκευτικά ή συναισθηματικά φορτισμένα πλαίσια.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr