Το τραγούδι καταγράφηκε από τον Ελευθέριο Ελευθεριάδη, κάτοικο Καλλιθέας Αθηνών, ο οποίος το απήγγειλε στον Γεώργιο Βαλαβάνη.
Ανήκει και το παρόν τραγούδι στα γαμήλια τραγούδια που συνοδεύουν τον χορό «κοτσαγγέλι», όχι όμως στην κυκλική του μορφή, αλλά στη συρτή του εκδοχή, που εκτελείται σε πομπική διάταξη. Το τραγουδούσαν κατά τα ξημερώματα, όταν πλέον είχε ολοκληρωθεί το γαμήλιο γλέντι, και οι χορευτές, ελαφρώς μεθυσμένοι από τη χαρά και το κρασί, έβγαιναν στους δρόμους της πόλης.
Η πομπή του χορού, μακρόσυρτη και σπειροειδής, διέγραφε φιδογυριστές γραμμές, περνώντας μπροστά από τα σπίτια συγγενών και φίλων των νεονύμφων. Καθώς κυλούσε η νύχτα, ο αριθμός των χορευτών σταδιακά μειωνόταν: κάποιοι αποχωρούσαν από κόπωση, άλλοι αποσπώνταν για να ξεκουραστούν. Τελικά έμεναν μόνο οι πιο ανθεκτικοί και ζωηροί, οι «τελευταίοι των πανηγυριστών», ώσπου κι αυτοί διαλύονταν με το πρώτο φως της μέρας, αφήνοντας πίσω τον αντίλαλο του τραγουδιού και τις πατημασιές του χορού πάνω στο λιθόστρωτο.