Το τραγούδι καταγράφηκε από τον 55χρονο κουρέα από την Κερασούντα, Χαράλαμπο Χούσπα, ο οποίος το απήγγειλε στον Γεώργιο Βαλαβάνη.
Το τραγούδι αυτό είναι γαμήλιο και συνοδεύει τη διαδικασία του ξυρίσματος και του στολισμού του γαμπρού. Δυο ομάδες νέων το ερμηνεύουν αντιφωνικά, με τη δεύτερη να επαναλαμβάνει τον στίχο που ψάλλει η πρώτη. Η μελωδία του είναι αργή, βυζαντινού ύφους και αποπνέει ιεροτελεστία.
Το 1930, η Μέλπω Μερλιέ κατέγραψε τη μελωδία από τον 70χρονο τότε Αχιλλέα Λεπτουργό και τον Γεώργιο Βαλαβάνη. Η ίδια εντυπωσιάστηκε από το έντονα βυζαντινό της ύφος και ρώτησε τον Λεπτουργό αν ήταν ιεροψάλτης, θεωρώντας ότι το μέλος μπορεί να είχε επηρεαστεί από τη βυζαντινή ψαλμωδία. Εκείνος, ωστόσο, δεν ήταν ψάλτης, γεγονός που αναδεικνύει την άμεση σύνδεση του τραγουδιού με τη βυζαντινή μουσική παράδοση.
Όταν το τραγούδι ακουγόταν κατά το ξύρισμα και το στόλισμα του γαμπρού –και αργότερα του κουμπάρου–, επικρατούσε απόλυτη σιγή, ενισχύοντας την κατανυκτική ατμόσφαιρα. Σύμφωνα με τον Βαλαβάνη, η αίσθηση που δημιουργούσε θύμιζε τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδας.
¹ κούρνες ή γούρνες: οι μαρμάρινοι νιπτήρες στα λουτρά
² χελωνάρια: τα τάσια των λουτρών, ειδικά δοχεία ή λεκάνες, συνήθως κατασκευασμένα από μέταλλο που χρησιμοποιούνταν για το πλύσιμο. Ο όρος προέρχεται από το αρχαιοελληνικό «χελώνη», που σημαίνει «δοχείο με στρογγυλεμένο σχήμα», καθώς αυτά τα σκεύη συχνά έμοιαζαν με το καβούκι της χελώνας.