Το τραγούδι καταγράφηκε από την Αντιγόνη Κυφίδου, κόρη του αείμνηστου διδασκάλου της Κερασούντας Χατζίκα Κυφίδη, κάτοικο συνοικισμού Σκοπευτηρίου της Καλλιθέας Αττικής, η οποία το απήγγειλε στον Γεώργιο Βαλαβάνη.
Και το τραγούδι αυτό, όπως και το «Αυγή, αυγήν επέρασα», ανήκει στα γαμήλια άσματα και συγκεκριμένα σε αυτά που συνοδεύουν το στολισμό της νύφης. Συνηθιζόταν να τραγουδιέται σε δύο ομάδες, με τη μία από αυτές να επαναλαμβάνει κάθε δεύτερο στίχο.
Όταν το 1930 ο Αχιλλέας Λεπτουργός, με άλλους τραγουδιστές από την Κερασούντα τραγούδησαν στη Μέλπω Μερλιέ το συγκεκριμένο τραγούδι πρόσθεσαν και τους εξής στίχους, τους οποίους εδώ δεν καταγράφει ο Βαλαβάνης:
«Εμάγεψεν κι εμέν τον νιον
κι εμέν το παλικάριν
Κι εμέν της χήρας τον υιόν
της ορφανής τον άντρα
Ψηλόν βουνόν θε ν’ ανεβώ
ψηλόν και μαρμαρένιο
Να κόψω φύλλα πράσινα
και κλάδους δυο μερσίνας
Να φουρκαλώ την θάλασσαν
κι όλο το περι(γι)άλι
Νά ’ρθουν καράβια να διαβούν
και βάρκες να περάσουν
Νά ’ρθει τση μάνας μου ο γαμπρός
της πεθεράς μου ο γιούκας
Της αντραδέλφης μου αδελφός
και ο δικός μου αφέντης»
¹ Πρόκειται για μια φράση που συχνά έκλεινε τα γαμήλια τραγούδια, αν και δεν ήταν απαραίτητο να περιλαμβάνεται σε κάθε περίπτωση.