.
.
Τ’ οσπίτ’ τη καλομάνας ι-μ’

Τ’ οσπίτ’ τη καλομάνας ι-μ’

Στιχουργοί
Συνθέτες
Τ’ οσπίτ’ τη καλομάνας ι-μ’
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τ’ οσπίτ’ τη καλομάνας ι-μ’
πεγάδ’ είχ̌εν βαθύν -ι
Δύο τούτα̤ τρανά σο γιάν’
και το φουρνίν γαρσ̌ί -νι⇋

Τ’ οσπίτ’ τη καλομάνας ι-μ’,
χαμνούστας είχ̌εν σ’ άκρας
Γομάτ’κον έτον το κεπίν
κι η πὸνα̤ με νουσσάκας⇋

Τ’ οσπίτ’ τη καλομάνας ι-μ’
πάντα σκουντουλιγμένον
Φαΐν, χοσ̌άφ’ σην τεντζ̌ερέν
και στόλ’ τονατεμένον⇋

Τ’ οσπίτ’ τη καλομάνας ι-μ’
εύκαιρον στέκ’ ατώρα
Και το σκαμνίν αφκά σο τούτ’
εύκαιρον σην εβόραν⇋

Σ’ οσπίτ’ τη καλομάνας ι-μ’
λαχουσ̌ία αφουκρούμαι
Αροθυμώ τη λάλι͜αν ατ’ς
και τα λόγια τ’ς θυμούμαι⇋
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άκραςάκρης, άκρες (πληθ. τα)
αροθυμώνοσταλγώ
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
αφκάκάτω
αφουκρούμαιαφουγκράζομαι
γαρσ̌ίαπέναντι, αντικρυστά karşı
γιάν’πλάι, πλευρά yan
εβόρανσκιά
έτονήταν
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
θυμούμαιθυμάμαι
καλομάναςγιαγιάς
κεπίνκήπος
λαχουσ̌ίαψίθυροι, σιγανές ομιλίες
νουσσάκαςκλωσσόπουλα
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
πεγάδ’βρύση
πὸνα̤ορνιθώνας, κοτέτσι
σκουντουλιγμένονευωδιασμένο, μοσχοβολιστό
στόλ’τραπέζι стол
τεντζ̌ερένχάλκινη κατσαρόλα tencere/tancara/tangira
τονατεμένονδιακοσμημένο, στολισμένο, (για τραπέζι) στρωμένο μεγαλοπρεπώς, καλλωπισμένο donatma
τούτ’μουριά dut/tūt
τούτα̤μουριές dut/tūt
τρανάμεγάλα
φουρνίνφούρνος
χαμνούσταςαγριοφράουλες
χοσ̌άφ’κομπόστα, είδος γλυκού που παρασκευάζεται με το βράσιμο ολόκληρων ή κομμένων σε φέτες αποξηραμένων φρούτων σε ζαχαρόνερο hoşaf<ḫoş + āb
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άκραςάκρης, άκρες (πληθ. τα)
αροθυμώνοσταλγώ
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
αφκάκάτω
αφουκρούμαιαφουγκράζομαι
γαρσ̌ίαπέναντι, αντικρυστά karşı
γιάν’πλάι, πλευρά yan
εβόρανσκιά
έτονήταν
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
θυμούμαιθυμάμαι
καλομάναςγιαγιάς
κεπίνκήπος
λαχουσ̌ίαψίθυροι, σιγανές ομιλίες
νουσσάκαςκλωσσόπουλα
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
πεγάδ’βρύση
πὸνα̤ορνιθώνας, κοτέτσι
σκουντουλιγμένονευωδιασμένο, μοσχοβολιστό
στόλ’τραπέζι стол
τεντζ̌ερένχάλκινη κατσαρόλα tencere/tancara/tangira
τονατεμένονδιακοσμημένο, στολισμένο, (για τραπέζι) στρωμένο μεγαλοπρεπώς, καλλωπισμένο donatma
τούτ’μουριά dut/tūt
τούτα̤μουριές dut/tūt
τρανάμεγάλα
φουρνίνφούρνος
χαμνούσταςαγριοφράουλες
χοσ̌άφ’κομπόστα, είδος γλυκού που παρασκευάζεται με το βράσιμο ολόκληρων ή κομμένων σε φέτες αποξηραμένων φρούτων σε ζαχαρόνερο hoşaf<ḫoş + āb
Τ’ οσπίτ’ τη καλομάνας ι-μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr