.
.
Λάσκουμαι, τρώγω και πίνω

Λάσκουμαι, τρώγω και πίνω

Στιχουργοί
Συνθέτες
Λάσκουμαι, τρώγω και πίνω
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Αγαπώ τα μουχαπέτι͜α,
ίλι͜αμ τα ποντιακά
Ήμποιος μετ’ εμέν έρθεν
έσυρεν τρανόν γιακά¹

Λάσκουμαι, τρώγω και πίνω,
χ̌αίρουμαι και τραγωδώ
Σα χορόντας τριλαγγεύω
και -ν- άμον τον παλαλόν

Κεμεντζ̌έδες και τουλούμια,
ταουλόπον και γαβάλ’
Όνταν ακούω παίζ’νε
την ζωή μ’ πα ευτάω χαλάλ’

Λάσκουμαι, τρώγω και πίνω,
χ̌αίρουμαι και τραγωδώ
Σα χορόντας τριλαγγεύω
και -ν- άμον τον παλαλόν

Αγαπώ τοι μερακλήδες
που είναι άμον εμέν
Ό,τι επορείτε ποίστεν,
τιδέν αδά ’κι απομέν’

Λάσκουμαι, τρώγω και πίνω,
χ̌αίρουμαι και τραγωδώ
Σα χορόντας τριλαγγεύω
και -ν- άμον τον παλαλόν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απομέν’απομένει
γαβάλ’φλογέρα kaval/ḳawwāl
έρθενήρθε
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ήμποιοςόποιος
ίλι͜αμπροπαντώς, ιδιαίτερα, ειδικά illa/illā
κεμεντζ̌έδεςλύρες kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μουχαπέτι͜ακουβέντες, φιλικές συνομιλίες, συνεκδ. φιλικές συνεστιάσεις (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
όντανόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίζ’νεπαίζουν
παλαλόντρελό
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
ταουλόποννταουλάκι davul/ṭabl + -όπον (υποκορ.)
τιδέντίποτα
τοιτους/τις
τραγωδώτραγουδάω
τριλαγγεύωπηδάω τρεις φορές ψηλά
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χαλάλ’κάτι που θυσιάζεται, προσφέρεται, ξοδεύεται με ευχαρίστηση, αν και είναι πολύτιμο ή κοστίζει πολλά helal/ḥalāl
χορόντας(ονομ. τα) χοροί, (αιτ.) χορούς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απομέν’απομένει
γαβάλ’φλογέρα kaval/ḳawwāl
έρθενήρθε
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ήμποιοςόποιος
ίλι͜αμπροπαντώς, ιδιαίτερα, ειδικά illa/illā
κεμεντζ̌έδεςλύρες kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μουχαπέτι͜ακουβέντες, φιλικές συνομιλίες, συνεκδ. φιλικές συνεστιάσεις (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
όντανόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίζ’νεπαίζουν
παλαλόντρελό
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
ταουλόποννταουλάκι davul/ṭabl + -όπον (υποκορ.)
τιδέντίποτα
τοιτους/τις
τραγωδώτραγουδάω
τριλαγγεύωπηδάω τρεις φορές ψηλά
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χαλάλ’κάτι που θυσιάζεται, προσφέρεται, ξοδεύεται με ευχαρίστηση, αν και είναι πολύτιμο ή κοστίζει πολλά helal/ḥalāl
χορόντας(ονομ. τα) χοροί, (αιτ.) χορούς
Λάσκουμαι, τρώγω και πίνω
Σημειώσεις
¹ (έκφρ.) πέρασε μεγάλη λαχτάρα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr