.
.
Ομεύω κι ονειρεύκουμαι, θυμούμαι και πορεύω

Έναν έν’ το Θρυλόριον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Έναν έν’ το Θρυλόριον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Έναν έν’ το Θρυλόριον
σ’ ατή την οικουμένην
’σάν αδά που γεννίεται
κι ους ν’ αποθάν’ που μένει
Κι άχαρον που ξενιτεύκεται
πάντα λέει «ν’ αηλί εμέν -ι»

Σα Τρίγωνα και σο Μερά
κι απάν’ ση Σταλαγμίταν
τσ̌οπαντζ̌ουλούχ’ εποίν’ναμε,
μωρόπα έναν τσίρταν

Ελλάδα, το Θρυλόριο σ’
γραμμένον έν’ σ’ αρχεία σ’
Εγούρεψε κοπερατίφ/συνεταιρισμόν
άλλ’ έμπρα̤ ’ς σ’ όλ’ τα χωρία σ’

Γουρπάν’ σ’ εσέν, Θρυλόριο,
σ’ ομάλια, σα κοιλάδι͜α σ’
Ατά ντο εσ̌ολίκευαν
τ’ έμορφα τα νυφάδι͜α σ’
Σην πλατέα, σην πλατέα
τουλούμ’, νταούλ’, ζουρνάδας

Έμορφα εκελάηδαναν
πρωτάνοιξη σ’ ορμία
κρυμμένα σα φύλλα απέσ’
τη Θεού τα πουλία!
Ν’ εκλώσκουν η ώρα οπίσ’
ν’ εζήν’να ’τα αλλομίαν

Έκιτι, χρόνα̤ και καιροί,
βαχούτι͜α και ζαμάνι͜α
Σ’ αλών’ απάν’ εσάρευαν
κατσκαρένι͜α τουκάνι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αλλομίανάλλη μια φορά
αλών’αλώνι
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αποθάν’πεθαίνει
ατάαυτά
βαχούτι͜αχρόνια, εποχές, καιροί vakit/vaḳt
γεννίεταιγεννιέται
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εζήν’ναζούσα
εκελάηδανανκελαηδούσαν
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
έμορφαόμορφα
έμπρα̤μπροστά
έν’είναι
εποίν’ναμεκάναμε, φτιάχναμε ποιέω-ῶ
εσάρευαντύλιγαν, περικύκλωναν, αγκάλιαζαν μτφ. έβρισκε/αν της αρεσκείας του/ς sarmak
εσ̌ολίκευανέδιναν χαρά, ψυχαγωγούσαν, μτφ. ζωντάνευαν şenlenmek
ζαμάνι͜αχρόνια zaman/zamān
κατσκαρένι͜ααυτά που είναι από πυριτόλιθο կայծքար
μωρόπαμωράκια, παιδάκια
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νταούλ’νταούλι davul/ṭabl
νυφάδι͜ανύφες
ξενιτεύκεταιξενιτεύεται
όλ’όλοι/α
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
οπίσ’πίσω
ορμίαρυάκια, ρεματιές
ουςως, μέχρι
πλατέαπλατεία
’ς(ας) από
’σάν(νασάν) χαρά σε
σταλαγμίτανσταλαγματιά, σταγόνα
τουκάνι͜α(πληθ.) αλωνιστική τυκάνη αποτελούμενη από δύο παράλληλα χοντρά σανίδια ενωμένα στην κάτω επιφάνεια των οποίων έχουν σφηνωμένους αιχμηρούς πυριτόλιθους για να συνθλίβονται και αχυροποιούνται τα στάχυα και να εκοκκίζονται τυκάνη
τουλούμ’άσκαυλος, αγγείο tulum
τσίρτανσταλιά
χρόνα̤χρόνια
χωρίαχωριά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αλλομίανάλλη μια φορά
αλών’αλώνι
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αποθάν’πεθαίνει
ατάαυτά
βαχούτι͜αχρόνια, εποχές, καιροί vakit/vaḳt
γεννίεταιγεννιέται
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εζήν’ναζούσα
εκελάηδανανκελαηδούσαν
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
έμορφαόμορφα
έμπρα̤μπροστά
έν’είναι
εποίν’ναμεκάναμε, φτιάχναμε ποιέω-ῶ
εσάρευαντύλιγαν, περικύκλωναν, αγκάλιαζαν μτφ. έβρισκε/αν της αρεσκείας του/ς sarmak
εσ̌ολίκευανέδιναν χαρά, ψυχαγωγούσαν, μτφ. ζωντάνευαν şenlenmek
ζαμάνι͜αχρόνια zaman/zamān
κατσκαρένι͜ααυτά που είναι από πυριτόλιθο կայծքար
μωρόπαμωράκια, παιδάκια
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νταούλ’νταούλι davul/ṭabl
νυφάδι͜ανύφες
ξενιτεύκεταιξενιτεύεται
όλ’όλοι/α
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
οπίσ’πίσω
ορμίαρυάκια, ρεματιές
ουςως, μέχρι
πλατέαπλατεία
’ς(ας) από
’σάν(νασάν) χαρά σε
σταλαγμίτανσταλαγματιά, σταγόνα
τουκάνι͜α(πληθ.) αλωνιστική τυκάνη αποτελούμενη από δύο παράλληλα χοντρά σανίδια ενωμένα στην κάτω επιφάνεια των οποίων έχουν σφηνωμένους αιχμηρούς πυριτόλιθους για να συνθλίβονται και αχυροποιούνται τα στάχυα και να εκοκκίζονται τυκάνη
τουλούμ’άσκαυλος, αγγείο tulum
τσίρτανσταλιά
χρόνα̤χρόνια
χωρίαχωριά
Έναν έν’ το Θρυλόριον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr