.
.
Πουλόπο μ’, πώς ενέσπαλες;/Ο κόσμος γυροκλώσ̌κεται

Πουλόπο μ’, πώς ενέσπαλες;

Στιχουργοί
Συνθέτες
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Αχπάσκουμαι σην ξενιτει͜άν,
πάω σην Γερμανίαν
Αφήνω τη γαρή μ’ οπίσ’
με τα δύο παιδία μ’

Αχπάσκουμαι σην ξενιτει͜άν,
πουλόπο μ’, με το τρένον
Δύο βραδάς επέμ’νανε,
απόψ’ μετ’ εμέν μένον

Σην ξενιτείαν που θα πάει
πρέπ’ να έχ̌’ τρανόν καρδίαν
Το κύρ’ν ατ’ και τη μάναν ατ’
’κι θα ελέπ’ καμίαν

Πουλόπο μ’, πώς ενέσπαλες
τ’ έμορφον την πατρίδαν;
Εφέκες μας αρ’/και ορφανά
κι επήρες γερμανίδαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αχπάσκουμαιαναχωρώ, φεύγω, κινώ για
βραδάςβράδια
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έμορφονόμορφο
ενέσπαλεςξέχασες
επέμ’νανεαπόμειναν
εφέκεςάφησες
έχ̌’έχει
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κύρ’νκύρη, πατέρα
μένον(προστ.) μείνε
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
οπίσ’πίσω
παιδίαπαιδιά
πουλόποπουλάκι
πρέπ’ταιριάζει/ω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αχπάσκουμαιαναχωρώ, φεύγω, κινώ για
βραδάςβράδια
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έμορφονόμορφο
ενέσπαλεςξέχασες
επέμ’νανεαπόμειναν
εφέκεςάφησες
έχ̌’έχει
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κύρ’νκύρη, πατέρα
μένον(προστ.) μείνε
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
οπίσ’πίσω
παιδίαπαιδιά
πουλόποπουλάκι
πρέπ’ταιριάζει/ω

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr