.
.
Βέχω, βέχω/Ο παράς

Ο παράς

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ο παράς
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Αχ! Παρά, ντ’ ευτάς εσύ σον κόσμον!
Αχ! Πώς αλλά͜εις πίστην, πατρίδαν, νόμον!
Τον Παντελήν φέρτς εσύ άδειαν
και το βίζον¹ ατ’ χαζούρ ευτάς

Για τ’ εσέν πολεμούνε,
τ’ όνομα σ’ αρ’ ευλογούνε
Άλλ’ για τ’ εσέν γυναικίζ’νε
κι οι ορθόδοξοι τουρκίζ’νε
Σον κόσμον για τ’ εσέν, παρά,
τέρ’ ντο γίν’νταν τα κακά!

Παρά, παρά, παρά γορόσ̌ι͜α, ρούβλια,
αρ’ για τ’ εσέν γίν’νταν τα κακά ούλια
Για τ’ εσέν ο ποπάς λειτουργά
και τον κόσμον ατός ευλογά

Οι εμπόρ’, οι δεσποτάδες,
τα κορίτσ̌ι͜α, οι νυφάδες
Επιτρόποι, οι ψαλτάδες
Ευρωπαίοι μασκαράδες,
Ούλ’ χ̌αίρουνταν μετ’ εσέν,
αχ! παρά, νασάν εσέν!

Νύχταν ημέραν όλ’ για τ’ εσέν τρέχ’νε,
άλλ’ την ημέραν και άλλ’ την νύχταν κλέφτ’νε
Εσύ τοι ξέντς ευτάς ατ’ς συγγενούς
και τοι φίλτς εσύ ευτάς εχθρούς

Άσ̌κεμοι π’ είν’, εμορφίζ’νε,
οι γραιάδες ξαν αντρίζ’νε
Οι κοιμισμέν’, εγνεφίζ’νε,
ο ένας τον άλλον εγδύζ’νε
Σον κόσμον για τ’ εσέν, παρά,
τέρ’ ντο γίν’νταν τα κακά!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλλά͜ειςαλλάζεις
αντρίζ’νεαντρίζουν, παντρεύουν, παντρεύονται
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άσ̌κεμοιάσχημοι
ατόςαυτός
ατ’ςαυτής, της
γίν’ντανγίνονται
γορόσ̌ι͜αγρόσια, τουρκικό νόμισμα της εποχής
γραιάδεςγριές
γυναικίζ’νεβρίσκουν γυναίκα, παντρεύονται
δεσποτάδεςδεσπότες
εγδύζ’νεγδύνουν
εγνεφίζ’νεξυπνούν
είν’(για πληθ.) είναι
εμορφίζ’νεομορφαίνουν
εμπόρ’έμποροι
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
κλέφτ’νεκλέβουν
μασκαράδεςπου προκαλούν γέλιο και ευθυμία, αστείοι maskara/masḫara
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
νυφάδεςνύφες
ξανπάλι, ξανά
ξέντςξένους
όλ’όλοι/α
ούλ’όλοι
ούλιαόλα
παράλεφτά, το χρήμα para/pāre
ποπάςπαπάς
συγγενούςσυγγενείς
τέρ’(προστ.) κοίταξε
τοιτους/τις
τουρκίζ’νετουρκεύουν, συνεκδ. αλλάζουν θρησκεία
τρέχ’νετρέχουν
φέρτςφέρεις, φέρνεις
φίλτςφίλους
χ̌αίρουντανχαίρονται
χαζούρέτοιμο hazır/ḥāżir
ψαλτάδεςψάλτες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλλά͜ειςαλλάζεις
αντρίζ’νεαντρίζουν, παντρεύουν, παντρεύονται
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άσ̌κεμοιάσχημοι
ατόςαυτός
ατ’ςαυτής, της
γίν’ντανγίνονται
γορόσ̌ι͜αγρόσια, τουρκικό νόμισμα της εποχής
γραιάδεςγριές
γυναικίζ’νεβρίσκουν γυναίκα, παντρεύονται
δεσποτάδεςδεσπότες
εγδύζ’νεγδύνουν
εγνεφίζ’νεξυπνούν
είν’(για πληθ.) είναι
εμορφίζ’νεομορφαίνουν
εμπόρ’έμποροι
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
κλέφτ’νεκλέβουν
μασκαράδεςπου προκαλούν γέλιο και ευθυμία, αστείοι maskara/masḫara
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
νυφάδεςνύφες
ξανπάλι, ξανά
ξέντςξένους
όλ’όλοι/α
ούλ’όλοι
ούλιαόλα
παράλεφτά, το χρήμα para/pāre
ποπάςπαπάς
συγγενούςσυγγενείς
τέρ’(προστ.) κοίταξε
τοιτους/τις
τουρκίζ’νετουρκεύουν, συνεκδ. αλλάζουν θρησκεία
τρέχ’νετρέχουν
φέρτςφέρεις, φέρνεις
φίλτςφίλους
χ̌αίρουντανχαίρονται
χαζούρέτοιμο hazır/ḥāżir
ψαλτάδεςψάλτες
Ο παράς
Σημειώσεις
¹ βίζα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr