.
.
Κλαίει η λύρα/Μέσον και παράν

Κλαίει η λύρα

Στιχουργοί
Συνθέτες
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ας ση Πόντου τα ραχ̌ία 
κι ας ση θάλασσαν
τα ρωμαίικα τ’ οσπιτόπα 
ξέν’ εχάλασαν
Ολόρθον τιδέν ’κ’ εφέκαν, 
όλια έρπαξαν
κι ας σ’ ομμάτι͜α τουν ποτάμι͜α 
δάκρυ͜α έτρεξαν

Σην εγκάλιαν τα μωρόπα,
σ’ ωμία σ̌ελέκ’
Σα στράτας απάν’ ευρέθεν
όλεν το μιλέτ’
Με τα δακρόπα σ’ ομμάτι͜α
κι όλεν «αχ!» και «βαχ!»,
εκείνους πώς ’κ’ ελυπέθεν
ούτε ο Αλλάχ!

Για τ’ ατό σην τραωδίαν
το ποντιακόν
κλαίει η λύρα έναν πόνον
χωρίς γιατρικόν
Τα γιαράδες ντο ενοίαν
’κι τσουπούντανε
κι όσα να περάν’νε χρόνια
’κι λαρούντανε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γιαράδεςπληγές, τραύματα yara
δακρόπα(υποκορ.) δάκρυα
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
ελυπέθενλυπήθηκε
ενοίαν(αμετάβ.) άνοιξαν
έρπαξανάρπαξαν
ευρέθενβρέθηκε
εφέκαναφήσαν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαρούντανεγιατρεύονται, θεραπεύονται
μιλέτ’φυλή, έθνος millet
μωρόπαμωράκια, παιδάκια
ξέν’ξένοι
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
όλιαόλα
ομμάτι͜αμάτια
όσαόσες φορές
οσπιτόπασπιτάκια hospitium<hospes
περάν’νεπερνάνε
ραχ̌ίαράχες, βουνά
ρωμαίικα(τουρκ. Rumca) η γλώσσα των Ρωμιών, η ποντιακή γλώσσα, αυτά που είναι των Ρωμιών γενικά
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τιδέντίποτα
τουντους
τραωδίαντραγούδι
τσουπούντανεκλείνουν
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γιαράδεςπληγές, τραύματα yara
δακρόπα(υποκορ.) δάκρυα
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
ελυπέθενλυπήθηκε
ενοίαν(αμετάβ.) άνοιξαν
έρπαξανάρπαξαν
ευρέθενβρέθηκε
εφέκαναφήσαν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαρούντανεγιατρεύονται, θεραπεύονται
μιλέτ’φυλή, έθνος millet
μωρόπαμωράκια, παιδάκια
ξέν’ξένοι
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
όλιαόλα
ομμάτι͜αμάτια
όσαόσες φορές
οσπιτόπασπιτάκια hospitium<hospes
περάν’νεπερνάνε
ραχ̌ίαράχες, βουνά
ρωμαίικα(τουρκ. Rumca) η γλώσσα των Ρωμιών, η ποντιακή γλώσσα, αυτά που είναι των Ρωμιών γενικά
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τιδέντίποτα
τουντους
τραωδίαντραγούδι
τσουπούντανεκλείνουν
ωμίαώμοι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr