Προβολή Τραγουδιού
Τραντέλλεναν Αμάραντε |
Στιχουργοί: Σπύρος Αμαραντίδης
Συνθέτες: Γιώργος Αμαραντίδης
Καλλιτέχνες: Γιώργος Αμαραντίδης
Άμον αητέντς εχ̌ύμιζεν¹ ο Μάραντον σην πάλην Θάμαν τη ράτσας το βλαστάρ’, ρωμαίικο παλληκάρι Το θρέμμαν κείται σο αλών’ θρήνος ορφανεμένος Ποτάμ’ θολόν το όραμαν ο Ίρις ματωμένος Σο στόμα σφίγγ’ ανίκετον σταυρόν ας σα κερία Τα στράτας και τα γεφύρι͜α εγομώθαν κορμία Τα κουσ̌κουτάμι͜α σο Μετέν σ̌κίζ’νε την γην εβγαίν’νε Μοιρολογούν, παρακαλούν θέλ’νε για να παλεύ’νε Δώρον αντίχαρο χαράς εφέκες την αντρείαν Του ήλ’ τ’ ακτίνας τ’ έμορφα είδαν την αδικίαν Τραντέλλεναν Αμάραντε, πεχλιβάν’ Γιώρ’, Δεσμώτη!
Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
---|---|---|---|
αητέντς | αητός | ||
αλών’ | αλώνι | ||
άμον | σαν, όπως, καθώς | ἅμα | |
εβγαίν’νε | βγαίνουν | ||
εγομώθαν | γέμισαν | ||
έμορφα | όμορφα | ||
εφέκες | άφησες | ||
εχ̌ύμιζεν | γλιστρούσε προς τα κάτω, κατολίσθαινε | χύμα | |
ήλ’ | ήλιου | ||
θάμαν | θαύμα | ||
θέλ’νε | θέλουν | ||
κείται | κείτεται, ξαπλώνει | ||
κερία | κεριά | κηρός | |
κορμία | κορμιά | ||
κουσ̌κουτάμι͜α | (ή κουσ̌κουτάνι͜α) ετήσιο ολοπαράσιτο ζιζάνιο με κίτρινο λεπτό βλαστό το οποίο ανθίζει από Ιούλιο μέχρι Σεπτέμβριο | küsküt<επιστημ. Cuscuta sp. | |
όραμαν | όνειρο | ||
παλεύ’νε | παλεύουν | ||
ποτάμ’ | ποτάμι | ||
σ̌κίζ’νε | σκίζουν | ||
στράτας | (ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους | ||
Τραντέλλεναν | τριάντα φορές Έλληνα |
¹ Εδώ μάλλον σύμφωνα με την ερμηνεία της νεοελληνικής ως ορμούσε Σημείωση του στιχουργού: Όλα τα παρακάθια που γινόταν σπίτι μας, μνημόνευαν πάντα τον αείμνηστο Πεχλιβάν Γιώργη Μάραντο, που ήτανε αήττητος παλαιστής όλης της επικράτειας και πίστευε έντονα, στο ιδανικό της ελευθερίας. Η τρομερή σωματική ανάπτυξη και ο δυνατός αντίλαλος της φωνής του, που απλωνόταν από το αλώνι του μέχρι μέσα στα φαράγγια, προστάτευε το χωριό, όταν διαισθανότανε τον κίνδυνο. Όπου πήγαινε, συνταρακτικό γεγονός ήταν το ξεπροβόδισμα του. Για λόγους αντιζηλίας και επειδή και το σχέδιο γενοκτονίας περιελάμβανε την εξόντωση των παλικαριών, των δασκάλων, των ιερέων και των προυχόντων, απαγχονίστηκε κι αυτός στην Αμάσεια, την πόλη των Μιθριδατών που διασχίζει ο Ίρις ποταμός μαζί με άλλους 69 μάρτυρες του Πόντου! Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 1921 και ώρα 8.οο πμ, με την βασική κατηγορία, ότι αγωνίζονται υπέρ της ανεξαρτησίας του Πόντου. Ο Πεχλιβάν Γιώργης έκοψε το σχοινί της θηλειάς του, όμως οι άθλιοι δήμιοι του τον ξανακρέμασαν, πέρα κι από το ηθικό δίκαιο και αφού μοίρασαν τα ιμάτια του τον πέταξαν σε λάκκο, χωρίς παπά και ψάλτη. Ο Προμηθέας Δεσμώτης στις κορυφές του Καύκασου σαν πρώτος άποικος πλήρωσε σκληρά, για την φωτιά που προμήθεψε στους θνητούς της γης. Ο Πεχλιβάν Γιώργης Μάραντος, δεμένος κι αυτός στο κελί των δυο μέτρων, έδωσε στον Ποντιακό Ελληνισμό την αρετή της αντρείας. Όποιος δεν βίωσε, δακρύζεις θες δεν θες, τι άλλο να πούμε; Πάλι μια προσευχή, χωρίς δικαίωση στη μαζική εξόντωση ανυποψίαστων ανθρώπων…Όλα τα παλικάρια, πριν φύγουν, έσφιξαν στο στόμα τους, κέρινους σταυρούς, για να δείξουν την πίστη τους! Οι ψυχές τους βρίσκονται στον τόπο του μαρτυρίου και περιμένουν την δικαίωση…Τα Κουσκουτάμια, κίτρινα λουλούδια π’ ανθίζουν κι αυτά Σεπτέμβριο στο Ακ Δαγ Ματέν, πατρίδα του Μάραντου, σκίζουν τη γη, να βγουν’, να παλέψουν....όλη η φύση εκεί, αναζητά μια πάλη... Σπύρος Αμαραντίδης