Προβολή Τραγουδιού
Συλλογή διστίχων Γιωρίκα τη Χρυσής |
Καλλιτέχνες: Στάθης Αθανασιάδης
Εμέν Γιωρίκα λέγ’νε με και τη Γοργόρ’ τη Κώτα Εμέν παλαλόν είχ̌ε με η γειτονία πρώτα Ποίος, μάνα, έτον π’ έντριζεν ατό τ’ εμόν τ’ αρνόπον; Ζευγάρι͜α μαχ̌αίρι͜α να εμπαίν’ν’ σ’ εκεινές το καρδόπον Ειρήνη, τη μάνα σ’ για πέ’ εμέν μη καταράται Μη λέει «να ρούζ’ ση θάλασσαν και να πατεύ’ και χάται» Επαίρ’νες ατον κι εκείσ’ κα’ ση Καλαντάρ’ τα νύχτας Μηάρ ’κ’ έξερες ντο θα έρ’ται τη Χρυσής ο Γιωρίκας; Ειρήνη, φόρ’ κι ανάλλαξον όπως εποίν’νες πρώτα Εσύ τη χώραν μη τερείς, την καρδία σ’ ορώτα Σεβτάν έχω σο καρδόπο μ’, ποδεδίζω σας, φίλοι! Για δότε με υπομονήν αΐθι͜α λαγγεύ’ τ’ αχούλι μ’
Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
---|---|---|---|
ανάλλαξον | (προστ.) φόρεσε τα καλά/γιορτινά σου ρούχα | ||
αρνόπον | αρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας | ||
αχούλι | μυαλό | akıl/ʿaḳl | |
δότε | (προστ.) δώστε | ||
εκεινές | εκείνης | ||
εμόν | δικός/ή/ό μου | ἐμοῦ | |
εμπαίν’ν’ | μπαίνουν | ||
έντριζεν | παντρευόταν, έβρισκε/εψαχνε άντρα (για γυναίκα) | ||
έξερες | ήξερες | ||
επαίρ’νες | έπαιρνες | ||
εποίν’νες | έκανες, έφτιαχνες | ποιέω-ῶ | |
έρ’ται | έρχεται | ||
έτον | ήταν | ||
’κ’ | δεν | οὐκί<οὐχί | |
κα’ | κάτω | ||
Καλαντάρ’ | Γενάρη | ||
καρδόπο | καρδούλα | ||
καρδόπον | καρδούλα | ||
καταράται | καταριέται | ||
λαγγεύ’ | πηδάω/ει | ||
λέγ’νε | λένε | ||
νύχτας | (ον.πληθ.,τα) νύχτες | ||
ορώτα | (προστ.) ρώτησε | ||
παλαλόν | τρελό | ||
πατεύ’ | βυθίζεται, βουλιάζει μτφ. δύει, μτφ. καταρρέει, μτφ. χρεωκοπεί | batmak | |
πέ’ | (προστ.) πες | ||
ποδεδίζω | (ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ | από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ) | |
ποίος | (ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος | ||
ρούζ’ | πέφτει, ρίχνει | ||
σεβτάν | αγάπη, έρωτα | sevda/sevdā | |
τερείς | κοιτάς | ||
φόρ’ | (προστ.) φόρεσε | ||
χάται | χάνεται | ||
χώραν | ξένους, μη οικείους, ξενιτειά |
Μετά το 1900 παρουσιάζεται τη Χρυσής ο Γιωρίκας ή τη Γοργόρ’ τη Κώτα. Ήταν όχι μόνο συνθέτης αλλά και καλλίφωνος τραβωδι͜άνος και έγινε πιο γνωστός, περισσότερο ίσως, για το δεύτερο προτέρημά του. Νέος δεν έδειχνε το ταλέντο του. Αρραβωνιάσθηκε από έρωτα με κάποια Ειρήνη και πήγε στην ξενιτιά. Εργάσθηκε ένα-δύο χρόνια, αλλά δεν έβγαλε τίποτε· οι συγγενείς της Ειρήνης, για να την μεταπείσουν να παρατήσει τον Γιωρίκαν, διέδωσαν ότι ο Γιωρίκας τρελάθηκε. Ύστερα από αυτό η Ειρήνη παντρεύθηκε κάποιον άλλο. Από της στιγμής εκείνης ο Γιωρίκας άρχισε να τραγουδά τον πόνο του, τη μοίρα του· επειδή δε, ήταν και καλλίφωνος, γρήγορα τα τραγούδια του εξαπλώθηκαν και μακριά. Ο Λαμπριανός Τσιρίδης λέγει γι’ αυτόν ότι, μια φορά δούλευαν μαζί σ’ ένα λατομείο· ήρθαν να περάσουν από κοντά τους αρκετά κορίτσια για να κάμουν από το κοντινό δάσος τσουχαβέλια (σκούπες από χαμόκλαδα). Ο Γιωρίκας μόλις είδε τα κορίτσια, είπε στους συντεχνίτες του: «Παιδάντ’, ας ευτάγω εκείνα τα κορίτσ̌ι͜α κι απιδι͜αβαίν’νε τη δουλείαν ατουν» και χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε να τραγουδά. Τα κορίτσια έκατσαν και ο Γιωρίκας συνέχισε τα τραγούδια, ωσότου κουράσθηκε και σταμάτησε. Τα κορίτσια περίμεναν λίγο και σηκώθηκαν να φύγουν. Τη στιγμή εκείνη ο Γιωρίκας ξανάρχισε και τα κορίτσια ξανακάθησαν. Έτσι βράδιασε και γύρισαν στα σπίτια τους δίχως σκούπες. Να και μερικά από τα τραγούδια του: (Στάθης Αθανασιάδης)