Ποντιακός Στίχος

Προβολή Τραγουδιού

Κατεβάστε τους στίχους σε PDF

Συλλογή Πατσ̌ι͜άκου | Απεγάνευτος

Ιστορία και Λαογραφία της ΣαντάςΙστορία και Λαογραφία της Σαντάς

Καλλιτέχνες: Στάθης Αθανασιάδης


Μάνα, ’κι παίρω ποπάν,
πάντα δεβάζ’ σην οτάν
Μάνα, ’κι παίρω πακάλ’,
όθεν θέλτς εμέν αγκὰλ’

Μάνα ’κι παίρω σαράφ’,
απάν’ ατ’ ξάι ’κ’ έχ̌’ ινσάφ’,
τοπλαεύ’ τα λίρας όλια
και κλώσ̌κεται ατός πόλια

’Κι παίρω μεϊχανετζ̌ήν,
ρακίν απάν’ ατ’ να ’κχ̌ύν’
’Κι παίρω ’γώ απατζ̌ήν,
αγαπά την καλατσ̌ήν

’Κι παίρω κουντουρατζ̌ήν
’δέν ’κ’ ευτάει χωρίς ελτσ̌ήν
’Κι παίρω και καβετζ̌ήν,
σα σαχτάρι͜α τ’ ημψόν ’κχ̌ύν’

Μάνα, ’κι παίρω ταχτζ̌ήν,
σα μὲσα τ’ φυλάττ’ αρσ̌ίν
Μάνα, ’κι παίρω τιλκιάρ’,
κρούει τ’ αξινάρ’ με τ’ εφκιάρ’

’Κι παίρω ’γώ τι͜αμιρτζ̌ήν,
έχ̌’ ατός σίδερον ψ̌ην
Μάνα, φουρουτζ̌ήν ’κι παίρω,
πάντα ξύλα ’γώ να φέρω

Μάν’ αραπατζ̌ήν ’κι παίρω,
πάει, πότε θά ’ρ’ται ’κι ξέρω
’Κι θέλω να παίρω τσ̌οπάνον,
βραγμένος νά ’ρ’ται το βράδον

’Κι παίρω αλισβεριτζ̌ήν,
άλλο να μ’ εβγαίν’ η ψ̌η μ’
Τον ουστάπασ̌ην ’κι παίρω,
μαστόρτς να κλαινίζ’ ’κι θέλω

Ογ’ αγαπώ τον λυριτζ̌ήν,
το ζουρνατζ̌ήν τον Γιάννεν
και ας όλτς πλέεν αγαπώ,
ατόν τον τραβωδι͜άνον
Γλωσσάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγκὰλ’(προστ.) κατήγγειλε, εγκάλεσε
αλισβεριτζ̌ήνέμπορο alışverişçi
απάν’πάνω
απατζ̌ήνκατασκευαστή ή πωλητή ρούχων από αμπά, χοντρό μάλλινο ύφασμα, τσόχα abacı<ʿabā
αραπατζ̌ήναραμπατζή, αμαξά arabacı
αρσ̌ίνπήχης, μονάδα μέτρησης ίση με 68 εκ., όργανο της εποχής από σίδηρο, χάλυβα ή ξύλο που μετρούσαν σύμφωνα με αυτό το μέτρο μήκους arşın<arişn
ατόςαυτός
βραγμένοςβρεγμένος
βράδονβράδυ
δεβάζ’διαβάζει, περνάει, πηγαίνει κπ/κτ κάπου
’δέντίποτα
εβγαίν’βγαίνει
ελτσ̌ήνμέτρο ölçü
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
εφκιάρ’μελαγχολία, στενοχώρια, έγνοια, άγχος efkâr/efkār
έχ̌’έχει
ημψόν(άλλη γραφή του ημ’σόν) μισό
θέλτςθέλεις
ινσάφ’συνείδηση, λογική, ελεημοσύνη, επιείκεια insaf/inṣāf
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καβετζ̌ήνκαφετζή kahveci<ḳahve
καλατσ̌ήνομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαινίζ’στενοχωρώ/εί, κάνω/ει κπ να κλάψει
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κουντουρατζ̌ήνκατασκευαστή ή πωλητή παπουτσιών kunduracı<condura
κρούειχτυπάει κρούω
’κχ̌ύν’εκχύνει, χύνει, εκβάλλει εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λίραςλίρες
μαστόρτςμάστορες, τεχνίτες μαγίστωρ<magister
μεϊχανετζ̌ήνταβερνιάρη meyhaneci<mey + ḫāne
μὲσα(τα) η μέση
ξάικαθόλου
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
όλιαόλα
όλτςόλους
οτάνδωμάτιο oda
ουστάπασ̌ηνπρωτομάστορα ustabaşı
παίρωπαίρνω
πακάλ’μπακάλη bakkal/baḳḳāl
πλέενπερισσότερο
πόλιαμπόλικα, σε αφθονία, πολύ bol
ποπάνπαπά
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
’ρ’ται(έρ’ται) έρχεται
σαράφ’αργυραμοιβό sarraf/ṣarrāf
σαχτάρι͜αστάχτες στάχτη<στάζω
ταχτζ̌ήνλιθοξόος, χτίστης taşçı
τι͜αμιρτζ̌ήνσιδηρουργό demirci
τιλκιάρ’ξυλουργός, μαραγκός dülger/durūger
τοπλαεύ’μαζεύω/ει, συγκεντρώνω/ει toplamak
τραβωδι͜άνοντραγουδιστή
φουρουτζ̌ήνφούρναρη fırıncı
φυλάττ’φυλάω/ει
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηνψυχή
Σημειώσεις
Λίγα χρόνια ύστερα από τη δημοσίευση της Συλλογής του Φ. Χειμωνίδη, δημοσιεύει περισσότερα και εκτενέστερα ποιήματα ο Πατσ̌ι͜άκον ο Γιωρίκας. Η συλλογή του Πατσ̌ι͜άκου είναι η σπουδαιότερη απ’ όλες, το δε περιεχόμενο αυτής ποικίλο: ερωτικά, σατιρικά, της ξενιτιάς κλπ. Παρακάτω παραθέτω μερικά· δύο ποιήματα του δημοσιεύονται στο κεφάλαιο «Η ξενιτιά».
(Στάθης Αθανασιάδης)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2024

Τραγούδια: 9056 | Albums/Singles: 1426 | Συντελεστές: 1837 | Λήμματα: 15689
Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr