.
.
Ιστορία και Λαογραφία της Σαντάς

Συλλογή Χειμωνίδη | Ο φουκαράς

fullscreen
Ογώ όνταν έμ’ μικρός,
έμ’ και πολλά καρδιακός
’Κ’ εφοούμ’ ζατί θερία,
νι͜ά αρκούδι͜α, νι͜ά σ̌κυλία

Ας εξέρετεν παιδία,
ντο εποίκα την δουλείαν
Επήγα σο καβενείον,
ση Σαντάς σ’ έναν χωρίον

Αρ’ εκάτσα εκαικά
και είπα ’γώ φιλικά
-Φέρ’ έναν ποτήρ’ κρασόπον
και έναν οκάν ρακόπον

Έμπρι͜α μ’ έναν στόλ’ εθέκεν
κι εμέν μοναχόν εφέκεν
και είπε με: «Φά’ και πία,
έχομε πολλά ρακία»

Αρ’ ’κι ’ξέρω πόσον έπα
και εσ’κώθα και ευχέθα
«Τάη» είπα, «ο Θεός
να χαρί͜ει σε και τον γιο σ’!»

Ντό λες, είπε με, χαμένε;
Τραβωδείς τσ̌ιλτουρεμένε
Αλήγορα τα παράδας,
θα ’φτάγω σε χ̌ίλ’ παρτσ̌άδας

Εχάλασα σο τσ̌επόπο μ’
κι εύρα έναν καπεκόπον
Έπλωσα ’τον την παράν
μετ’ έναν τρανόν χαράν

-Έπες κρασίν βαρελέας
και μέλ’ τρία πουλουλέας
και κεράσ̌ι͜α τρία τάγια
κι εκατόν πενήντα τσ̌άγι͜α
και δί’ς με έναν καπέκ’;
Τέρ’ εσύ και τον κιοπέκ’!
Τα παράδας αν ’κι δί’ς
θα βάλω σε σο χαπίς!

-Ούι, λελεύω σε, ταή,
για άσ’ εμέν το παιδίν
Ογ’ αν πάγω σο χωρίον,
πουλώ τη κυρού μ’ το βίον
και παρόπον απ’ ολίγον
το χακόπο σ’ όλεν δίγω

-Έλ’ ας παίρω το παλτό σ’
κι εσύ δέβα σο καλό σ’
Ας παίρω και την κουκούλα σ’!
Αν ’κ’ έν’, αχπάνω τη γούλα σ’!
Εβγάλ’ δὼμα τα τσ̌αρούχ̌ι͜α σ’,
ας αχπάουνταν τα νύχ̌ι͜α σ’

Εφέκε με τσ̌ιρτσ̌ιπλάχ’
κι͜απι͜αζι͜άν κι άμον χορτλάχ’
Εγέμ’ πολλά μασκαράς
για του είμαι φουκαράς
Εδέκε με έναν λάχταν
να πάω όνταν εχπάστα

«Όι! μάνα», ογώ εκούξα
κι απάν’ σο κιφάλ’ ερρούξα
Το κιφάλι μ’ εταράεν
ὰμα ’κείνος πα ’χπαράεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλήγοραγρήγορα
ὰμααλλά ama/ammā
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άσ’(προστ.) άσε, άφησε
αχπάνωξεριζώνω, ξεκολλώ, αποκολλώ βιαίως ἐκσπάω
αχπάουντανξεριζώνονται, ξεκολλούν, αποκολλώνται βιαίως ἐκσπάω
βαρελέαςμε τα βαρέλια, βαρελιές
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γούλαλαιμός gula
δέβα(προστ.) πήγαινε
δίγωδίνω
δί’ςδίνεις
δουλείανδουλειά
δὼμαδώσε μου
εβγάλ’βγάλει
εγέμ’έγινα
εδέκεέδωσε
εθέκενέθεσε, τοποθέτησε, έβαλε
εκαικάεκεί κοντά ακριβώς, εκεί κάτω
εκάτσακάθισα
εκούξαφώναξα, λάλησα, κάλεσα κπ ονομαστικά
έμ’ήμουν
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
έν’είναι
εξέρετενξέρετε
έπαήπια
έπεςήπιες
έπλωσαάπλωσα, έτεινα
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
ερρούξαέπεσα
εσ’κώθασηκώθηκα
εταράενταράχθηκε, ανακατεύτηκε, αναμίχθηκε ταράσσω
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευχέθαευχήθηκα
εφέκεάφησε
εφέκενάφησε
εχάλασαχάλασα, έχωσα το χέρι
έχομεέχουμε
εχπάστααναχώρησα, κίνησα για
ζατίεξάλλου zaten/ẕāten
θερίαθεριά, θηρία
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καπέκ’καπίκι, νόμισμα της εποχής ισοδύναμο με 1/100 του ρουβλίου kapik/копейка
καπεκόπον(υποκορ.) καπίκι, νόμισμα της εποχής ισοδύναμο με 1/100 του ρουβλίου kapik/копейка + -όπον
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιοπέκ’σκύλο, μτφ. αχρείο köpek
κιφάλ’κεφάλι
κιφάλικεφάλι
κρασόπονκρασάκι
κυρούπατέρα
λάχτανκλωτσιά λάκτισμα<λακτίζω
λελεύωχαίρομαι
μέλ’μέλι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νι͜άούτε ne
οκάνοθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας (ισοδύναμη με 1,2829 κιλά) okka
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ολίγονλίγο
όντανόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
παίρωπαίρνω
παράδαςχρήματα, λεφτά para/pāre
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
παρόπον(υποκορ.) λεφτά, χρήμα para/pāre
παρτσ̌άδαςκομμάτια parça/pārçe
πία(προστ.) πιες
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλουλέαςπιθάρια
ρακία(πληθ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
ρακόπον(υποκορ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī + -όπον
στόλ’τραπέζι стол
τάγιατροφές ζώων, μερίδες τροφής ζώων τάσσω/τάττω
τάηθείο! dayı
ταήθείο dayı
τέρ’(προστ.) κοίταξε
’τοναυτόν
τραβωδείςτραγουδάς
τσ̌επόποτσεπούλα cep/ceyb
τσ̌ιλτουρεμένετρελαμένε, τρελέ çıldırmış
τσ̌ιρτσ̌ιπλάχ’ολόγυμνο çıplak, çırılçıplak
φά’(προστ.) φάε
φέρ’φέρνω/ει
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χ̌ίλ’χίλιοι/ες/ια
χακόπο(υποκορ.) δικαίωμα, μερίδιο, ανταμοιβή για τον κόπο κάποιου hak/ḥaḳḳ
χαπίςφυλακή hapis/ḥabs
χαρί͜ειχαρίζει
χορτλάχ’βρικόλακα hortlak
’χπαράεν(εχπαράεν) (αμτβ) τρόμαξε, ξαφνιάστηκε εκσπαράσσω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλήγοραγρήγορα
ὰμααλλά ama/ammā
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άσ’(προστ.) άσε, άφησε
αχπάνωξεριζώνω, ξεκολλώ, αποκολλώ βιαίως ἐκσπάω
αχπάουντανξεριζώνονται, ξεκολλούν, αποκολλώνται βιαίως ἐκσπάω
βαρελέαςμε τα βαρέλια, βαρελιές
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γούλαλαιμός gula
δέβα(προστ.) πήγαινε
δίγωδίνω
δί’ςδίνεις
δουλείανδουλειά
δὼμαδώσε μου
εβγάλ’βγάλει
εγέμ’έγινα
εδέκεέδωσε
εθέκενέθεσε, τοποθέτησε, έβαλε
εκαικάεκεί κοντά ακριβώς, εκεί κάτω
εκάτσακάθισα
εκούξαφώναξα, λάλησα, κάλεσα κπ ονομαστικά
έμ’ήμουν
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
έν’είναι
εξέρετενξέρετε
έπαήπια
έπεςήπιες
έπλωσαάπλωσα, έτεινα
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
ερρούξαέπεσα
εσ’κώθασηκώθηκα
εταράενταράχθηκε, ανακατεύτηκε, αναμίχθηκε ταράσσω
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευχέθαευχήθηκα
εφέκεάφησε
εφέκενάφησε
εχάλασαχάλασα, έχωσα το χέρι
έχομεέχουμε
εχπάστααναχώρησα, κίνησα για
ζατίεξάλλου zaten/ẕāten
θερίαθεριά, θηρία
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καπέκ’καπίκι, νόμισμα της εποχής ισοδύναμο με 1/100 του ρουβλίου kapik/копейка
καπεκόπον(υποκορ.) καπίκι, νόμισμα της εποχής ισοδύναμο με 1/100 του ρουβλίου kapik/копейка + -όπον
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιοπέκ’σκύλο, μτφ. αχρείο köpek
κιφάλ’κεφάλι
κιφάλικεφάλι
κρασόπονκρασάκι
κυρούπατέρα
λάχτανκλωτσιά λάκτισμα<λακτίζω
λελεύωχαίρομαι
μέλ’μέλι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νι͜άούτε ne
οκάνοθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας (ισοδύναμη με 1,2829 κιλά) okka
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ολίγονλίγο
όντανόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
παίρωπαίρνω
παράδαςχρήματα, λεφτά para/pāre
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
παρόπον(υποκορ.) λεφτά, χρήμα para/pāre
παρτσ̌άδαςκομμάτια parça/pārçe
πία(προστ.) πιες
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλουλέαςπιθάρια
ρακία(πληθ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
ρακόπον(υποκορ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī + -όπον
στόλ’τραπέζι стол
τάγιατροφές ζώων, μερίδες τροφής ζώων τάσσω/τάττω
τάηθείο! dayı
ταήθείο dayı
τέρ’(προστ.) κοίταξε
’τοναυτόν
τραβωδείςτραγουδάς
τσ̌επόποτσεπούλα cep/ceyb
τσ̌ιλτουρεμένετρελαμένε, τρελέ çıldırmış
τσ̌ιρτσ̌ιπλάχ’ολόγυμνο çıplak, çırılçıplak
φά’(προστ.) φάε
φέρ’φέρνω/ει
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χ̌ίλ’χίλιοι/ες/ια
χακόπο(υποκορ.) δικαίωμα, μερίδιο, ανταμοιβή για τον κόπο κάποιου hak/ḥaḳḳ
χαπίςφυλακή hapis/ḥabs
χαρί͜ειχαρίζει
χορτλάχ’βρικόλακα hortlak
’χπαράεν(εχπαράεν) (αμτβ) τρόμαξε, ξαφνιάστηκε εκσπαράσσω
Σημειώσεις
Κατά το 1901, ο καθηγητής Φίλ. Χειμωνίδης μαζί με τον Ευστάθιο Μουρατχανίδη δημοσίευσαν την πρώτη μικρή συλλογή ποιημάτων, από τα οποία τα πιο ενδιαφέροντα ήσαν «Ο φουκαράς» και «Η αντάρα».
(Στάθης Αθανασιάδης)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost