Ποντιακός Στίχος

Προβολή Τραγουδιού

Κατεβάστε τους στίχους σε PDF

Ταμάμα

Θάλασσα, Μαύρη ΘάλασσαΘάλασσα, Μαύρη Θάλασσα

Στιχουργοί: Παναγιώτης Μωυσιάδης

Συνθέτες: Βασίλης Μιχαηλίδης

Καλλιτέχνες: Βασίλης Μιχαηλίδης, Πόλυς Παυλίδης


Εκόπες ας σα βάσανα,
πατρίδα μ’, ας σα δά̤κρα̤
Σα στράτας ι-σ’ τ’ αδέβατα
ο Χάρον εχαρέθεν

Ατό η στράτα σ’, στράτα ’κ’ έν’,
μακροπιδεβασέα
Η Έσπια¹ εγέντονε
σαχτάρα̤ και μανέαν

♫

Άφ’σον ποπά μ’ τ’ αγιοκέρα̤ σ’,
’πιδέβα τα καντήλας
Έμπρα̤ σ’ τραυαγγελίσματα,
μαυράχαρον η μοίρα σ’

Κι εσύ, Ταμάμα κόρασ̌ον,
αγγελικόν πουλόπον
Την ψ̌η σ’ εποίκες κρέν νερόν,
ψωμί ζεστό ’σπιτόπον

♫

Τρέξον Ταμάμα, αχπάσκουμες!
Ταμάμα, μέρ’ εχάθες;
Ομμάτα̤ αραεύ’νε σε -ν
κι εσύ εμετεστάθες²

Οπίσ’ επέμ’νες κι ένουσ’νε
τη ξενιτά̤ς πουλόπον
Γλυτωμονήν, γυρισμονήν
’κ’ είδεν τ’ εσόν το ψ̌όπον

♫

Μικρόν αφτέρωτον πουλίν,
αχπαραγμένον ψ̌όπον
Πέει μας, πώς εταγιάνεψες
ση σερασκέρ’ τον τόπον;

Ποίσον, Θεέ μ’, ποίσον, Θεέ μ’,
ποίσον, Θεέ μ’, το θάμαν
Σα υστερνά -ν- ας έλεπαν
τ’ ομματόπα σ’, Ταμάμα

♫

Ομμάτα̤ εγλυκοφίλεσαν,
τα ραχ̌ι͜ά εκουπίαν
Τα καρακίδα̤ ένοιξαν
σ’ ατό τη χωρισίαν

Ταμάμα, ρίζα μ’, φώταξον
φωτίαν σην καρδία σ’
Πέει μας, χαράντας είδανε
τ’ ορφανεμένα ψ̌ήα σ’;

♫

Εσύ ’σαι κόρ’ τη χαμονής
και τη κοσμί’ η μάνα
Τίνος είν’ τ’ αναθέματα,
τίνος έν’ η κατάρα;

Ταμάμα, Ταμάμα,
σην ψ̌η σ’ ευτάγω τάμαν
Άλλο σον κόσμον μ’ ’ίνεται
χαλασμονήν, Ταμάμα
Γλωσσάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγιοκέρα̤αγιοκέρια, κεριά από τον Πανάγιο Τάφο
αδέβατααδιάβατα
αραεύ’νεψάχνουν, αναζητούν, γυρεύουν aramak
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
άφ’σον(προστ.) άφησε
αφτέρωτοναυτό που είναι χωρίς φτερά
αχπαραγμένοντρομαγμένο, ξαφνιασμένο
αχπάσκουμεςαναχωρούμε, φεύγουμε, κινούμε για
γλυτωμονήναπαλλαγή, σωτηρία
γυρισμονήνγυρισμός
δά̤κρα̤δάκρυα
εγέντονεέγινε
εγλυκοφίλεσανγλυκοφίλησαν
είν’(για πληθ.) είναι
εκόπεςκόπηκες
εκουπίαναντιστράφηκαν, έπεσαν μπρούμυτα
έλεπανέβλεπαν
έμπρα̤μπροστά
έν’είναι
ένοιξανάνοιξαν
ένουσ’νεέγινες, κατήντησες
επέμ’νεςαπόμεινες
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
εσόνδικός/ή/ό σου
εταγιάνεψεςάντεξες, απόκαμες, ξέμεινες από αντοχές, πλησίασες τόσο ώστε να ακουμπάς dayanmak
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
εχάθεςχάθηκες
εχαρέθενπροικίστηκε
θάμανθαύμα
’ίνεταιγίνεται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καντήλας(τη, γεν. ενικ.) καντήλας, (τα, ονομ. πληθ.) καντήλες
καρακίδα̤μάνταλα πόρτας
κόρασ̌ονκορίτσι
κοσμί’κόσμου
κρένκρύο/α, δροσερό/ά
μακροπιδεβασέαμακρύς δρόμος
μανέανκαπνιά, μαυρισμένος/η/ο από καπνιά
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
ομμάτα̤μάτια
ομματόπαματάκια
οπίσ’πίσω
πέει(προστ.) πες
’πιδέβα(επιδέβα) προσπέρασα, ξεπέρασα ή (απιδέβα) προσπέρασε, (προστ.) ξεπέρασε από + διαβαίνω
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ποπάπαπά
πουλόπονπουλάκι
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σαχτάρα̤στάχτες στάχτη<στάζω
σερασκέρ’στρατάρχη serasker/sar-ˁaskar
’σπιτόπον(οσπιτόπον) σπιτάκι hospitium<hospes
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τίνοςποιού;
τραυαγγελίσματαπροσευχές με κείμενο περιέχων εδάφια από τα ευαγγέλια των τεσσάρων ευαγγελιστών που διαβαζόταν για ιαματικούς λόγους τετρ(α)- + ευαγγέλιον
τρέξον(προστ.) τρέξε
υστερνάκατοπινά, τελευταία
φώταξον(προστ.) φώτισε
χαλασμονήνχαλασμό
χαμονήςχαμού
χαράνταςχαρές, γάμοι
χωρισίανχωρισμός, αποχωρισμός
ψ̌ηψυχή
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψ̌όπονψυχούλα
Σημειώσεις
¹ Η Εσπιά (Εσπιγιέ ), ήταν μικτός οικισμός της ή της περιφέρειας της Τρίπολης (Τιρεμπολού, ) του Πόντου Σήμερα το Espiye είναι μια πόλη και περιοχή της επαρχίας της Κερασούντας (Giresun ) στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας της Μικράς Ασίας
² Αγν. ετυμολογίας. Πιθανόν εκ του αρχαίου μεθίστημι, ως «μετακινήθηκες, μετατοπίστηκες»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Τραγούδια: 10160 | Albums/Singles: 1949 | Συντελεστές: 2165 | Λήμματα: 16837
Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr