.
.
Ποντιακά

Νυφόπο μ’, το φιστανόπο σ’

Νυφόπο μ’, το φιστανόπο σ’
fullscreen
Νυφόπο μ’, το φιστανόπο σ’
πασμάν και πέντε πήχεις
Εγώ είμαι το τυχερό σ’,
εγώ -ν- είμαι -ν- η τύχη σ’

Νυφόπο μ’, το φιστανόπο σ’
αγγέλ’ θα παίρ’νε ράφ’νε
και σο δεξ̌ι͜όν τη μερέα σ’
το όνομα μ’ θα γράφ’νε

Νυφόπο μ’, εσύ ξάι μη κλαις,
μη χάντς και τη θωρέα σ’
Θ’ αγαπά σε η πεθερά σ’,
ζωσμέντσα τα ποδέας

Φορέστε͜ ατεν, σ̌κεπάστε͜ ατεν,
νύφε με τα ζουπούνας
Στεφάνωμα σο μαναστήρ’
ντο έχ̌’ πολλά τσουντζούνας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
ατεναυτήν
γράφ’νεγράφουν
δεξ̌ι͜όνδεξιό
έχ̌’έχει
ζουπούναςγυναικείες φορεσιές της εποχής ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
ζωσμέντσαζωσμένη ζώννυμι
θωρέαθωριά, όψη
μαναστήρ’μοναστήρι
μερέαμεριά
νύφενύφη
νυφόπονυφούλα
ξάικαθόλου
παίρ’νεπαίρνουν
πασμάνβαμβακερό ύφασμα με εμπριμέ χρωματιστά σχέδια πάνω του basma
ποδέαςοι άκρες του γυναικείου φορέματος που ακουμπάει στα πόδια, ποδόγυροι, ποδιές, κρότοι βημάτων, ίχνη ποδιών, πατημασιές
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ράφ’νεράβουν
τσουντζούναςλαγόχορτο (Τραγοπώγων ο πρασόφυλλος)
φιστανόποφουστανάκι fistan<fustān
φορέστε(προστ.) ντύστε
χάντςχάνεις, παύεις να έχεις, διώχνεις
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
ατεναυτήν
γράφ’νεγράφουν
δεξ̌ι͜όνδεξιό
έχ̌’έχει
ζουπούναςγυναικείες φορεσιές της εποχής ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
ζωσμέντσαζωσμένη ζώννυμι
θωρέαθωριά, όψη
μαναστήρ’μοναστήρι
μερέαμεριά
νύφενύφη
νυφόπονυφούλα
ξάικαθόλου
παίρ’νεπαίρνουν
πασμάνβαμβακερό ύφασμα με εμπριμέ χρωματιστά σχέδια πάνω του basma
ποδέαςοι άκρες του γυναικείου φορέματος που ακουμπάει στα πόδια, ποδόγυροι, ποδιές, κρότοι βημάτων, ίχνη ποδιών, πατημασιές
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ράφ’νεράβουν
τσουντζούναςλαγόχορτο (Τραγοπώγων ο πρασόφυλλος)
φιστανόποφουστανάκι fistan<fustān
φορέστε(προστ.) ντύστε
χάντςχάνεις, παύεις να έχεις, διώχνεις
Νυφόπο μ’, το φιστανόπο σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost