.
.
Ο Σιμούλτς κι ο Πόλιον

Τερέστεν τ’ ομματόπα μου

Τερέστεν τ’ ομματόπα μου
fullscreen
Τερέστεν τ’ ομματόπα μου
ντο έσταξαν τον τόπον
Εκεί χορτάρ’ ’κ’ εφύτρωσεν,
εξέβεν τσ̌ιτσ̌ακόπον

’Κατήβασες με στο τεμέλ’,
τ’ οσπίτι μ’ επεδράντσες
Το βίο μ’ όλον έφαες,
εμέναν πα ορφάντσες

Όλια τση γης τα υπάρχοντα
σ’ ομμάτι͜α μ’ είν’ χοχόλια
’Κ’ επόρεσα να λέγω σας
τη καρδίας ι-μ’ όλια

Ατείν’ που εβοήθεσαν
τ’ οσπίτι μ’ να χαλάν’νε
Ας ση καντήλας το φιτίλ’
άψιμον να πιάν’νε

Απέσ’ σ’ άψιμον καίουμαι,
κανείς ’κι γουρταρεύ’ με
Από μακρά τερούνε με
η βρούλα πώς σαρεύ’ με
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
ατείν’αυτοί
άψιμονφωτιά
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βρούλαφλόγα brûler
γουρταρεύ’γλυτώνω/ει κτ/κπ από, διασώζω/ει kurtarmak
είν’(για πληθ.) είναι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
επεδράντσεςέβγαλες την σκεπή του μτφ. το διέλυσες από+ ρδανίν ή δρανίν
επόρεσαμπόρεσα
έφαεςέφαγες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίουμαικαίγομαι
καντήλας(τη, γεν. ενικ.) καντήλας, (τα, ονομ. πληθ.) καντήλες
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
’κατήβασες(εκατήβασες) κατέβασες
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
όλιαόλα
ομμάτι͜αμάτια
ομματόπαματάκια
ορφάντσεςάφησες ορφανό
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
πιάν’νεπιάνουν
σαρεύ’τυλίγω/ει, περικυκλώνω/ει, εναγκαλίζομαι/εται, μτφ. αρέσει σε sarmak
τεμέλ’θεμέλιο
τερέστεν(προστ.) κοιτάξτε
τερούνεκοιτούν
τσητης
τσ̌ιτσ̌ακόπονλουλουδάκι çiçek
φιτίλ’φιτίλι fitil/fetīl
χαλάν’νεχαλούν, καταστρέφουν
χορτάρ’χορτάρι
χοχόλιασκουπίδια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
ατείν’αυτοί
άψιμονφωτιά
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βρούλαφλόγα brûler
γουρταρεύ’γλυτώνω/ει κτ/κπ από, διασώζω/ει kurtarmak
είν’(για πληθ.) είναι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
επεδράντσεςέβγαλες την σκεπή του μτφ. το διέλυσες από+ ρδανίν ή δρανίν
επόρεσαμπόρεσα
έφαεςέφαγες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίουμαικαίγομαι
καντήλας(τη, γεν. ενικ.) καντήλας, (τα, ονομ. πληθ.) καντήλες
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
’κατήβασες(εκατήβασες) κατέβασες
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
όλιαόλα
ομμάτι͜αμάτια
ομματόπαματάκια
ορφάντσεςάφησες ορφανό
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
πιάν’νεπιάνουν
σαρεύ’τυλίγω/ει, περικυκλώνω/ει, εναγκαλίζομαι/εται, μτφ. αρέσει σε sarmak
τεμέλ’θεμέλιο
τερέστεν(προστ.) κοιτάξτε
τερούνεκοιτούν
τσητης
τσ̌ιτσ̌ακόπονλουλουδάκι çiçek
φιτίλ’φιτίλι fitil/fetīl
χαλάν’νεχαλούν, καταστρέφουν
χορτάρ’χορτάρι
χοχόλιασκουπίδια
Τερέστεν τ’ ομματόπα μου

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost