.
.
Lautlehre des Pontischen

Aus Chaldia 1

fullscreen
Ο ήλεν πάει ση μάναν ατ’
κλαιμένος, λυπεμένος
Σκαμνίζ’ ατον ’κι κάθεται,
στρώνει ’κ’ αποκουμβίζει
Και ντ’ έπαθες, ναι ήλε μου,
κ’ έρχ̌εσαι λυπεμένος;
Σκαμνίζω σε ’κι κάθεσαι,
στρώνω σε ’κι ακουμβίζεις

Άφ’ς-ι με, μάνα, άφ’ς-ι με,
ν’ αηλί ντ’ είδαν τ’ ομμάτι͜α μ’!
’Σ σα πόλεις ούλα̤ σφάγουνταν,
πρόβατα και αρνόπα
Και ’ς σην Κωνσταντινούπολιν
σφάζουν τα παλληκάρα̤

Κι έσφαξαν έναν παιδίν,
η μάν’ αθε άλλο ’κ’ είχ̌εν
Τη γούλαν ατ’ μεσόκοψαν
κι ατός επαρακάλ’νεν
Επαρακάλ’νεν κι έλεγεν:
τα άρματα μ’ επάρ’τεν
Επάρ’τε οπίσ’ και τ’ άρματα μ’,
μη θάφκουνταν σο αίμαν
Ελέπ’ α̤τα η μάνα μου
κι ατέ ανακατούται

Ήλε μ’, ντ’ έτον το φόρ’μαν ατ’,
ντό έτον η χτισώνα τ’;
Λαχόρ’ ζωνάρ’ ’ς ση γούλαν ατ’,
τσ̌εσ̌νίν πιλπίλ ’ς σα μὲσα τ’
Αγγελικόν το σχήμαν ατ’,
ξανθός και ρωμαλέος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αθετου/της
ακουμβίζειςκατακλίνεσαι, ξαπλώνεις στο ακούβιτο για να γευματίσεις, «κάθεσαι στο τραπέζι» accumbo
άρματαόπλα armum
αρνόπααρνάκια
ατέαυτή
ατόςαυτός
άφ’ς(προστ.) άφησε
γούλανλαιμό gula
ελέπ’βλέπει/βλέπω
επαρακάλ’νενπαρακαλούσε
επάρ’τεπάρτε
επάρ’τενπάρτε
έτονήταν
ήλενήλιος/ήλιο
θάφκουντανθάβονται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαχόρ’πολυτελής γυναικεία ζώνη
μὲσα(τα) η μέση
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ομμάτι͜αμάτια
οπίσ’πίσω
ούλα̤όλα
παλληκάρα̤παλληκάρια παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
’ς(ας) από
τσ̌εσ̌νίνγεύση, δείγμα, ιδιαιτερότητα, ποικιλία çeşni/çāşnī
χτισώναοικοδόμημα, σχέδιο κτιρίου, μεταφ. σωματική διάπλαση
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αθετου/της
ακουμβίζειςκατακλίνεσαι, ξαπλώνεις στο ακούβιτο για να γευματίσεις, «κάθεσαι στο τραπέζι» accumbo
άρματαόπλα armum
αρνόπααρνάκια
ατέαυτή
ατόςαυτός
άφ’ς(προστ.) άφησε
γούλανλαιμό gula
ελέπ’βλέπει/βλέπω
επαρακάλ’νενπαρακαλούσε
επάρ’τεπάρτε
επάρ’τενπάρτε
έτονήταν
ήλενήλιος/ήλιο
θάφκουντανθάβονται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαχόρ’πολυτελής γυναικεία ζώνη
μὲσα(τα) η μέση
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ομμάτι͜αμάτια
οπίσ’πίσω
ούλα̤όλα
παλληκάρα̤παλληκάρια παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
’ς(ας) από
τσ̌εσ̌νίνγεύση, δείγμα, ιδιαιτερότητα, ποικιλία çeşni/çāşnī
χτισώναοικοδόμημα, σχέδιο κτιρίου, μεταφ. σωματική διάπλαση

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost