.
.
Ψάχνοντας στον Πόντο

Πατρίδας φορεσία

Πατρίδας φορεσία
fullscreen
Έκιτι παλαιά καιρούς
και -ν- έκιτι βακίτι͜α
Όλια σεμνά και -ν- έμορφα
εθάρρ’νες είναι κίτι͜α

Εφέκανε τα παλαιά
ντο έσαν προκομμένα
Νέα μόδας εξέβανε
και τσ̌ιπ αφορισμένα

Ατώρα -ν- όλ’ φορούν κοντά,
όλια -ν- εφανερώθαν
Ας σο ’κι ’ξέρ’νε ντό να ευτάν’,
ας σο ντ’ επαλαλώθαν

Τεά φορούνε έμορφα
απ’ άνθεν κι από κάθεν
Και λέν’ «η μόδα αΐκον έν’»
η εντροπήν εχάθεν

Έκιτι σπαρέλ’ και φοτά
πατρίδας φορεσίαν
Η ζιπούνα μεταξωτόν
είχ̌εν πολλά αξίαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αΐκοντέτοιο/α
άνθενεπάνω, από πάνω
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατώρατώρα
βακίτι͜αχρόνια, εποχές, καιροί vakit/vaḳt
εθάρρ’νεςθαρρούσες, πίστευες, νόμιζες
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
έμορφαόμορφα
έν’είναι
εντροπήνντροπή
εξέβανεβγήκαν
επαλαλώθαντρελάθηκαν
έσανήταν
ευτάν’κάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
εφανερώθανφανερώθηκαν
εφέκανεάφησαν
εχάθενχάθηκε
ζιπούναμακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
κάθενκάτω, κάθε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κίτι͜αελάχιστα, σπάνια kıt/ḳaḥṭ
’ξέρ’νε(εξέρ’νε) ξέρουν, γνωρίζουν
όλ’όλοι/α
όλιαόλα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τεάτάχα, δήθεν, υποτίθεται deyü (οθωμ. περιόδου)
τσ̌ιπεντελώς, ολότελα, ακριβώς
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αΐκοντέτοιο/α
άνθενεπάνω, από πάνω
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατώρατώρα
βακίτι͜αχρόνια, εποχές, καιροί vakit/vaḳt
εθάρρ’νεςθαρρούσες, πίστευες, νόμιζες
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
έμορφαόμορφα
έν’είναι
εντροπήνντροπή
εξέβανεβγήκαν
επαλαλώθαντρελάθηκαν
έσανήταν
ευτάν’κάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
εφανερώθανφανερώθηκαν
εφέκανεάφησαν
εχάθενχάθηκε
ζιπούναμακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
κάθενκάτω, κάθε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κίτι͜αελάχιστα, σπάνια kıt/ḳaḥṭ
’ξέρ’νε(εξέρ’νε) ξέρουν, γνωρίζουν
όλ’όλοι/α
όλιαόλα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τεάτάχα, δήθεν, υποτίθεται deyü (οθωμ. περιόδου)
τσ̌ιπεντελώς, ολότελα, ακριβώς
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
Πατρίδας φορεσία

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost