.
.
Ας σο Καρς κι αδά μερέαν

Αροθυμία

Αροθυμία
fullscreen
Αροθυμία έφαεν
και τ’ εμόν την καρδίαν [γιαρ/νέι]
’Κ’ ευρήκω τ’ εμόν το πουλίν,
’κ’ έχω παρηγορίαν [γιαρ/νέι]

Τον κόσμον όλεν ελάστα
πέλκιαμ’ εσέν ευρήκω [γιαρ/νέι]
Τα κάλλα̤ σ’ εροθύμεσα,
το πόι σ’ το μικρίκον [γιαρ/νέι]

Έναν πρωί αχάπαρα
με τ’ αρνί μ’ ενταμώθα [γιαρ/νέι]
Ατέν άμον ντο είδα εγώ
τ’ ομμάτι͜α μ’ εγομώθαν [γιαρ]

Νασάν εμέν, νασάν εμέν,
η κάρδα̤ ’κ’ εκομπώθεν! [γιαρ/νέι]
Ατέν έτον το γιατρικόν
το ψ̌όπο μ’ ελαρώθεν [γιαρ/νέι]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αροθυμίανοσταλγία
ατέναυτήν
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εγομώθανγέμισαν
εκομπώθενξεγελάστηκε, εξαπατήθηκε, μτφ. σαγηνεύτηκε κομβόω
ελαρώθενγιατρεύτηκε, θεραπεύτηκε
ελάσταπεριφέρθηκα, τριγύρισα, περιπλανήθηκα ἀλάομαι/ηλάσκω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εροθύμεσανοστάλγησα
έτονήταν
ευρήκωβρίσκω
έφαενέφαγε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάλλα̤κάλλη
μικρίκονμικρούλης/α/ικο
νασάνχαρά σε
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ομμάτι͜αμάτια
παρηγορίανπαρηγοριά
πέλκιαμ’ίσως να, πιθανόν να, μπας και (με την ελπίδα να συμβεί) belki + μη (αραβ. bel+ περσ. ki)
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αροθυμίανοσταλγία
ατέναυτήν
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εγομώθανγέμισαν
εκομπώθενξεγελάστηκε, εξαπατήθηκε, μτφ. σαγηνεύτηκε κομβόω
ελαρώθενγιατρεύτηκε, θεραπεύτηκε
ελάσταπεριφέρθηκα, τριγύρισα, περιπλανήθηκα ἀλάομαι/ηλάσκω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εροθύμεσανοστάλγησα
έτονήταν
ευρήκωβρίσκω
έφαενέφαγε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάλλα̤κάλλη
μικρίκονμικρούλης/α/ικο
νασάνχαρά σε
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ομμάτι͜αμάτια
παρηγορίανπαρηγοριά
πέλκιαμ’ίσως να, πιθανόν να, μπας και (με την ελπίδα να συμβεί) belki + μη (αραβ. bel+ περσ. ki)
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
ψ̌όποψυχούλα
Αροθυμία

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost