Βιογραφικό
Δημήτρης Καρασαββίδης
29 Μαίου 1972 |
Ένας καλλιτέχνης, ο οποίος από τα πρώτα του βήματα γνώρισε την αγάπη και την καταξίωση του κοινού.
Γεννήθηκε το 1972 στο Καζακστάν της πρώην ΕΣΣΔ, στο χωριό Κεντάου όπου είχαν εγκατασταθεί Έλληνες του Πόντου μετά το δεύτερο διωγμό τους από τον Καύκασο. Ο γεννημένος στην Αναστάσοφκα Χουμουτσκούρ της Αμπχαζίας πατέρας του κατάγεται από τα Κοτύωρα του Πόντου, ενώ η μητέρα του, που γεννήθηκε και αυτή στον Καύκασο, κατάγεται από τη Σαμψούντα. Κουβαλώντας τα βιώματα του Ποντιακού ελληνισμού του Καυκάσου, με τις ποικίλες πολιτισμικές επιδράσεις των διαφόρων λαών της Κεντρικής Ασίας, ο Δημήτρης γεννιέται, όπως πιστεύει ο ίδιος, με χάρισμα από τον Θεό.
Το 1979 σε ηλικία επτά ετών έρχεται με τα τρία αδέλφια του και τους γονείς του στην Ελλάδα, την οποία όλοι στην οικογένεια του αποκαλούν πατρίδα. Η οικογένεια θα ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα και θα αναγκαστεί να κάνει σχεδόν το γύρο της Μεσογείου, καθώς οι ελληνικές αρχές δεν τους επιτρέπουν να εισέλθουν στο ελληνικό έδαφος και τους υποχρεώνουν να γυρίσουν πίσω. Στη δεύτερη τους προσπάθεια θα είναι πιο τυχεροί. Φτάνουν σιδηροδρομικά στη Θεσσαλονίκη και φιλοξενούνται για μερικές ημέρες από συγγενείς στο Κολχικό Λαγκαδά. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στο Αιγάλεω της Αττικής, οπού ο μικρός Δημήτρης θα έχει την πρώτη του γνωριμία με το ελληνικό σχολείο. Σύντομα θα δοκιμάσει την πικρή εμπειρία του ρατσισμού, καθώς στο σχολείο του, τον αποκαλούν «Ρώσο», ενώ στην πρώην ΕΣΣΔ, τον έλεγαν «Έλληνα». Δεν διατηρεί και την καλύτερη ανάμνηση από τους δασκάλους του, οι οποίοι κάποτε του έκαναν αυστηρή παρατήρηση για το σκισμένο στα γόνατα τζιν που φορούσε, κάτι που σήμερα θεωρείται πλέον μόδα.
Το 1981 πεθαίνει η μητέρα του πατέρα του, η οποία είχε μείνει στην πρώην ΕΣΣΔ. Ο πατέρας του, που αναγκάστηκε να επιστρέψει για την κηδεία της, συνάντησε ένα συγγενή του (πεθερό του μικρού του αδελφού), τον Παυλίδη Αναστάσιο, ο οποίος γνωρίζοντας το μουσικό χάρισμα του μικρού Δημήτρη, του έστειλε μία ποντιακή λύρα δικής του κατασκευής. Ήταν μόλις εννέα ετών όταν είχε την πρώτη του επαφή με το όργανο. Ξεκινάει με πάθος παραμελώντας πολλές φορές και τα μαθήματα του και παίζοντας ατελείωτες ώρες με την λύρα του. Πολλές φορές μάλιστα τον έπαιρνε ο ύπνος με την λύρα μέσα στην αγκαλιά του.
Σε ηλικία 10 χρονών ξεκινάει και τις μουσικές του σπουδές στο Δημοτικό Ωδείο Αιγάλεω, οι οποίες θα διακοπούν όμως απότομα και μάλιστα με παρότρυνση του ίδιου του δασκάλου του, καθότι ο μικρός Δημήτρης δεν είχε συνοδό για να τον περνάει απέναντι από την κεντρική οδό Θηβών. Στη συνέχεια εγγράφεται στο Σύλλογο Ποντίων Αγίας Βαρβάρας «Ο Φάρος», όπου μαθαίνει τους παραδοσιακούς χορούς. Τον ίδιο καιρό συμμετέχει στην εκδήλωση των μαθητικών κατασκηνώσεων παίζοντας λύρα.
Το 1983 πηγαίνοντας πλέον στο δικό του σπίτι στα Άνω Λιόσια γνωρίζεται με μια παρέα παιδιών από το χορευτικό συγκρότημα «Τραπεζούντα» των Άνω Λιοσίων και τον φέρνουν σε επαφή με τον τότε χοροδιδάσκαλο Νίκο Σαββουλίδη, αδερφό του προέδρου του συλλόγου Χρήστο Σαββουλίδη. Παίζοντας σε κάποιους γάμους έρχεται στην πορεία και η πρώτη επίσημη εκδήλωση του συλλόγου στο κέντρο «Ρομάντικα» -μετέπειτα «Λεμόνα»- όπου κατόρθωσε να εντυπωσιάσει με την ραγδαία βελτίωση του. Στη συνέχεια εμφανίστηκε σε εκδήλωση στο κέντρο «Τρυγόνα», όπου ο μικρός Δημήτρης εντυπωσίασε και πάλι με το ταλέντο του. Στην πορεία συμμετέχει σε πολλά χορευτικά συγκροτήματα ποντιακών συλλόγων της Αττικής, όπως του Καρέα (όπου ανέλαβε και τους ετήσιους χορούς του συλλόγου με δικό του μουσικό επιτελείο), η Ηλιούπολη, ο «Καπετάν Ευκλείδης» των Αχαρνών, ο Ωρωπός κ.ά.
Σε μία εμφάνιση του στο κέντρο «Φάρος», όπου συνόδεψε το χορευτικό του συλλόγου του, τον ακούει ο γνωστός χοροδιδάσκαλος και ερευνητής Νίκος Ζουρνατζίδης . Ενθουσιασμένος από τις δυνατότητες του Δημήτρη, ζητάει να γνωρίσει τον δεκαεξάχρονο τότε λυράρη και του προτείνει να εμφανιστεί στο κέντρο «Κορτσόπον», που του ανήκει. Η χαρά του Δημήτρη δεν περιγράφεται, καθώς βλέπει να πραγματοποιείται το μεγαλύτερο του όνειρο.
Σε ηλικία 18 ετών θα πάρει την απόφαση να συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές, φτάνοντας μέχρι το επίπεδο της αρμονίας καθότι θα αναγκαστεί και πάλι να τις διακόψει για λόγους βιοπορισμού αλλά και για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, αργότερα.
Κορτσόπον: Ο σταθμός στην καριέρα του Δημήτρη.
Εκεί συνοδεύει δύο μεγάλους τραγουδιστές του ποντιακού πενταγράμμου, το Στάθη Νικολαΐδη και τον Γιάννη Κουρτίδη. Το 1990 δέχεται την πρόταση του Στάθη Νικολαΐδη να τον συνοδεύσει ως λυράρης του στο κέντρο «Ξεριζωμός» στην Πατρίδα Βεροίας. Την ίδια περίοδο συμμετέχει με το Στάθη Νικολαΐδη σε διάφορες εκδηλώσεις στη Μακεδονία, μεταξύ των οποίων και στα γνωστά νυχτερινά κέντρα «Αργοναύτες», «Αρίων» και «Ορφέας». Στην πορεία της σεζόν ο Στάθης Νικολαϊδης φεύγει και ο Δημήτρης Καρασαββίδης συνεχίζει τις εμφανίσεις του στο κέντρο «Ξεριζωμός», συνοδεύοντας πλέον το Γιώργο Σιδηρόπουλο.
Τον επόμενο χρόνο έρχεται η ώρα της στρατιωτικής του θητείας. Παρουσιάζεται στην Κόρινθο και μετά από εκπαίδευση δύο μηνών μετατίθεται στο 567 Τάγμα Πεζικού στο Νέο Πετρίτσι Σερρών. Εκεί γνωρίζεται με τον Θρακιώτη στην καταγωγή και φιλοπόντιο Συνταγματάρχη Γεώργιο Γκιαούρη, ο οποίος από συμπάθεια προς το Δημήτρη τον μεταθέτει στη Λέσχη Αξιωματικών. Συμμετέχει στις εκδηλώσεις του Τάγματος ως λυράρης και ως τραγουδιστής, ενώ απολύεται από τις τάξεις του Στρατού στις 23/07/1992.
Για ένα χρόνο απέχει από το χώρο της ποντιακής διασκέδασης. Αυτή την περίοδο, όπως κάθε Έλληνας μετά τη θητεία του, περιπλανιέται από εδώ και από εκεί, ψάχνοντας για δουλειά. Τον βασανίζει όμως το άγχος της δέσμευσης από την τετραετή γνωριμία με τη γυναίκα της ζωής του, τη Σουμέλα την οποία νυμφεύεται στις 16/07/1994 με κουμπάρα τη γυναίκα του αείμνηστου Νίκου Σαββουλίδη, Σοφία, χοροδιδάσκαλος και η ίδια του Ποντιακού Συλλόγου Άνω Λιοσίων «Τραπεζούντα». Από το γάμο του με τη Σουμέλα ο Δημήτρης Καρασαββίδης έχει αποκτήσει τρία τέκνα, την Ελένη, τον Κωνσταντίνο και την Μαρία.
Το 1994 εργάζεται και πάλι στο κέντρο «Κορτσόπον» ως λυράρης και τραγουδιστής, συνοδεύοντας τον Πόλιο Παπαγιαννίδη, τον επόμενο χρόνο τον Κώστα Θεοδοσιάδη και το 1996 τους Κώστα Θεοδοσιάδη και Πόλιο Παπαγιαννίδη μαζί. Παράλληλα από το 1995 αρχίζει εμφανίσεις σε όλη τη Μακεδονία και το Εξωτερικό (Γερμανία, Βέλγιο). Σιγά-Σιγά ο Δημήτρης αρχίζει να αναγνωρίζεται από το ευρύ κοινό. Το ίδιο διάστημα έχει προτάσεις από Αμερική και Αυστραλία, στις οποίες δυστυχώς δεν μπορεί να ανταποκριθεί λόγω φοβίας του αεροπλάνου, ενώ για τον ίδιο λόγο έχει σταματήσει να ταξιδεύει και στην Ευρώπη. Στη συνέχεια συνεργάζεται στο κέντρο Κορτσόπον και με άλλους καταξιωμένους καλλιτέχνες, όπως οι Αλέξης Παρχαρίδης, Μιχάλης Καλιοντζίδης, Γιώργος Σοφιανίδης, ενώ περιστασιακά συνοδεύει και το «δάσκαλο» Χρύσανθο. Το 1989 αποδέχεται πρόταση του μεγάλου έλληνα συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου και επισκέπτεται με μια χορευτική ομάδα την Αγγλία, δίπλα σε μεγάλους ερμηνευτές, όπως η Βίκυ Μοσχολιού και ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης.
Το 1990 συνοδευόμενος από τη σύζυγο του γραμματέα της ΟΠΣΝΕ, Εύη Χατζηελευθερίου και τον ιστορικό Βλάση Αγτζίδη, ταξίδεψε στο Στρασβούργο της Γαλλίας για να υποστηρίξει το Ποντιακό ζήτημα σε εκδήλωση με ομιλητή τον καταξιωμένο ηθοποιό και σκηνοθέτη της Ποντιακής Σκηνής, Λάζο Τερζά.
Το 1993-1994 δέχεται πρόταση των Νίκου Ζουρνατζίδη, Νίκου Κοπαλά και Χρήστο Σαββουλίδη και συμμετέχει ως βασικός λυράρης σε σεμινάρια για την έρευνα και καταγραφή των Ποντιακών χορών. Την ίδια περίοδο γνωρίζεται και με τον Γιώργο Σαραφίδη, χοροδιδάσκαλο και μέλος του Δ.Σ. του Ποντιακού συλλόγου των Σουρμένων της Αττικής, ενός συλλόγου αναγνωρισμένου σε ολόκληρο τον κόσμο για την δράση του, τη χορευτική παρουσία και την μεγάλη εκδήλωση που διοργανώνει κάθε χρόνο. Στην ετήσια εκδήλωση των Σουρμένων, ο Δημήτρης Καρασαββίδης συμμετείχε για πρώτη φορά το 1994 ως λυράρης του Συλλόγου, ενώ στο λεγόμενο «Ποντιακό Πανοΰρ του Θωμά» συμμετείχε και ως τραγουδιστής. Το 1996-1997 συμμετέχει σε διάφορα σεμινάρια στην Ελλάδα και την Ισπανία με το Νίκο Ζουρνατζίδη.
Την τριετία 2000-2003 εμφανίζεται στο κέντρο «Αυλαία» στη Θεσσαλονίκη, ενός εξαίρετου μουσικού, του Κώστα Σιώπη, όπου τον συνοδεύει στη λύρα ο Δημήτρης Πιπερίδης. Στα τρία αυτά χρόνια είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με τους: Θ. Παυλίδη, Στ. Χαλκίδη, Γ. Σοφιανίδη, Θ. Βεροιώτη, Γ. Ανανιάδη, Μ. Κουρτίδη και το μεγάλο Χρύσανθο. Ολόκληρη την τριετία αυτή γνώρισε από κοντά τη ζεστασιά και την αγάπη του κόσμου της Θεσσαλονίκης. Το 2003 επιστρέφει στην Αθήνα και στο κέντρο «Κορτσόπον», ενώ το 2004 αποδέχεται την πρόταση να εμφανιστεί στο νυχτερικό κέντρο διασκέδασης «Αθήνα ’82» μαζί με τον Στάθη Νικολαΐδη. Στη συνέχεια θα ανηφορίσει και πάλι στη Θεσσαλονίκη και την «Αυλαία» ενώ το 2007 θα εμφανιστεί στο ιστορικό κέντρο «Μίθριο» αποδεχόμενος την πρόταση του Παύλου Μανουσαρίδη.
Επίσης,ο Δημήτρης Καρασαββίδης ξεκίνησε να διδάσκει ποντιακή λύρα σε μαθητές το 1998 σε διάφορους ποντιακούς συλλόγους και το 2005 ίδρυσε τη δική του σχολή παραδοσιακών οργάνων (Ευξείνειος Μουσικός Πολιτιστικός Σύλλογος, Ε.Μ.ΠΟ.Σ.) μαζί με τον συνεργάτη του Ιωάννη Ισχνόπουλο. Μία σχολή που δυστυχώς εν μέσω πανδημίας θα κατεβάσει ρολά και θα κλείσει έτσι τον κύκλο της το 2021 λίγο άδοξα. Πρώτιστο μέλημα του υπήρξε πάντα η διάδοση και η πρόοδος της μουσικής μας κληρονομιάς, με σεβασμό προς την παράδοση καθώς και η απότιση φόρου τιμής σε όσους καλλιτέχνες πρόσφεραν στην διάδοση και διατήρηση της παράδοσης μας.
Στις δισκογραφικές δουλειές του Δημήτρη Καρασαββίδη περιλαμβάνονται οι δίσκοι:
• «Ποντιακά με τους Αποστολίδη Παναγιώτη και Δημήτρη Καρασαββίδη»
• «Τραγούδια του Πόντου»
• «Ταλέντα του Πόντου Νο 1»
• «Παράδοση»
• «Αροθυμώ και τραγωδώ»
• «Μια βραδιά στο Κορτσόπον» (Ζωντανή ηχογράφηση)
• «Καρδία ντ’ εσ’νε σίδερον»
• «Αθήνα 82» Ζωντανή ηχογράφηση
• «Τα σήμαντρα εσήμαναν»
• «Τύχη Βουνό»
και πολλές συμμετοχές σε διάφορους λαϊκούς δίσκους
Ο ίδιος θεωρεί ιδιαίτερα τιμητικό το γεγονός ότι ανέλαβε το μεγαλύτερο μέρος των δισκογραφικών καταγραφών του ερευνητή Νίκου Ζουρνατζίδη, όπως και τη συμμετοχή του στο δίσκο «Συναπάντημα» του μεγάλου Στέλιου Καζαντζίδη.
Albums/Singles (46)
Τραγούδια (162)